ποταμόνδε
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
Adv. to or towards a river, Il.21.13, Od.10.159, al.
German (Pape)
[Seite 688] adv., in den Fluß, zum Fluß hin, Il. 21, 13 Od. 10, 159.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers le fleuve ou dans le fleuve avec mouv.
Étymologie: ποταμός, -δε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποταμόνδε [ποταμός] adv., naar de rivier.
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰμόνδε: adv. к реке Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμόνδε: Ἐπίρρ. εἰς ποταμόν, ἢ πρὸς ποταμόν, Ἰλ. Φ. 13, Ὀδ. Κ. 159, κτλ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς τον ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. ποταμόν του ποταμός + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πόλινδε)].
Greek Monotonic
ποτᾰμόνδε: επίρρ., στον ποταμό ή προς τον ποταμό, σε Όμηρ.