ἐξέτι

From LSJ
Revision as of 11:37, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξέτι Medium diacritics: ἐξέτι Low diacritics: εξέτι Capitals: ΕΞΕΤΙ
Transliteration A: exéti Transliteration B: exeti Transliteration C: ekseti Beta Code: e)ce/ti

English (LSJ)

Prep. with genitive, ἐξέτι τοῦ ὅτε.. ever since the time when... Il.9.106; ἐ. πατρῶν from our fathers' time, Od.8.245; ἐ. νηπυτίης A.R. 4.791; ἐ. κεῖθεν Call.Ap.104; ἐ. παίδων IG14.1549: also in late Prose, ἐ. νέου, νεαροῦ, App.BC2.86, Ael.NA5.39; ἐ. σπαργάνων Ph.2.94.

German (Pape)

[Seite 879] noch bis jetzt, von der Zeit an bis jetzt; ἐξέτι τοῦ ὅτε, von da an, als, Il. 9, 106; ἐξέτι πατρῶν, von den Vätern her, Od. 8, 245; sp. D.; ἐξέτι κεῖθεν Callim. Apoll. 104, wie ἐξέτι κείνου, seitdem, Del. 275. Auch Philo u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
depuis ce temps ; abs. depuis : ἐξέτι πατρῶν OD depuis nos pères ; ἐξέτι τοῦ ὅτε IL depuis que ; postér. en prose ἐξέτι νεαροῦ ÉL depuis le jeune âge.
Étymologie: ἐξ, ἔτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξέτι: praep. cum gen. еще со времени (πατρῶν Hom.): ἐ. τοῦ ὅτε … Hom. с того дня, как ….

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέτι: (ἐν ταῖς νεωτέραις καὶ ἀρίσταις ἐκδ. ὅταν σημαίνῃ ἐξ ὅτου, γράφεται διῃρημένως ἐξ ἔτι), πρόθ. μετὰ γεν., ἐξ ἔτι τοῦ, ὅτε..., ἔτι καὶ ἐξ ἐκείνου τοῦ χρόνου, ὅτε..., Ἰλ. Ι. 106· ἐξέτι πατρῶν, «ὅ ἐστιν, ἐκ προγόνων, ἀνέκαθεν» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 245· ἐξέτι νηπυτίης Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 791· ἐξέτι κεῖθεν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 103· ὡσαύτως παρὰ μεταγ. πεζοῖς, ἐξέτι νέου, νεαροῦ Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 86, Αἰλ. π. Ζ. 5. 39· ἐξέτι παίδων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 580. 9.

English (Autenrieth)

ever since, w. gen.; ἐξέτι πατρῶν, ‘since the times of our fathers,’ Od. 8.245.

Greek Monolingual

ἐξέτι και ἐξ ἔτι (Α) έτι
(πρόθεση που συντάσσεται με γενική)
1. ακόμη και από τότε, από εκείνο τον χρόνο
2. φρ. α) «ἐξ ἔτι τοῦ, ὅτε...» — ακόμη και από εκείνο τον χρόνο, όταν... β) «ἐξέτι πατρῶν» — από τον καιρό τών προγόνων, ανέκαθεν.

Greek Monotonic

ἐξέτι: πρόθ. με γεν., ανέκαθεν, ἐξέτι πατρῶν, από την εποχή των προγόνων, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

prep. with genitive, even from, ἐξέτι πατρῶν even from the fathers' time, Od.