ἀτιτάλλω

From LSJ
Revision as of 11:50, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῐτάλλω Medium diacritics: ἀτιτάλλω Low diacritics: ατιτάλλω Capitals: ΑΤΙΤΑΛΛΩ
Transliteration A: atitállō Transliteration B: atitallō Transliteration C: atitallo Beta Code: a)tita/llw

English (LSJ)

aor. I
A ἀτίτηλα Il.24.60, IG14.2005:—Med.,aor. I ἀτιτήλατο Opp.C.1.271: (ἀταλός):—redupl. form of ἀτάλλω, rear, tend, θρέψα τε καὶ ἀτίτηλα Il. l.c.; παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε Od.18.323; οἵ μ' ἐν σφοῖσι δόμοισιν ἐῢ τρέφον ἠδ' ἀτίταλλον Il.14.202, cf. 16.191, Hes.Th. 480, Pi.N.3.58; also of animals, τοὺς μὲν [ἵππους].. ἀτίταλλ' ἐπὶ φάτνῃ Il.5.271:—Pass., χῆν' ἥρπαξ' ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Od.15.174.
2 metaph., cherish, καί σε Κόως ἀτίταλλε Theoc.17.58: c. dat., καλοῖς Id.15.111; in bad sense, beguile, cajole, σκιράφοις ἀ. Hippon.86.—Poet. and late Prose, as Them.Or.20.234b.

Spanish (DGE)

(ἀτῐτάλλω) 1 criar con esmero anim. (ἵππους) Il.5.271, 24.280, σύας Od.15.174, cf. Opp.C.1.271, Them.Or.20.234b, Nonn.D.16.103.
2 criar con cariño, mimar por parte de padres adoptivos, nodrizas o ayos: Océano y Tetis a Hera Il.14.202, 303, un abuelo a su nieto Il.16.191, Euriclea a Odiseo Od.19.354, Quirón a Aquiles, Pi.N.3.58, cf. Od.11.250, 15.450, 18.323, Hes.Fr.31.3, 165, Th.480, h.Ven.115, 231, A.R.4.1739, Opp.C.2.616, Q.S.7.59, la isla de Cos al rey Ptolomeo, Theoc.17.58, padres a hijos, Mosch.2.12, ἥ μ' ἔτεχ' ἥ μ' ἀτίτηλε AP 7.334.5, Nonn.D.3.379
en cont. dudosos, Hes.Fr.31.3, Anacr.60.6, Simon.14.96.4.
3 halagar, agasajar a adultos, c. dat. instrum. τί με σκιράφοισ' ἀτιτάλλεις; ¿por qué me halagas con zalamerías? Hippon.128, Ἀρσίνοα πάντεσσι καλοῖς ἀτιτάλλει Ἄδωνιν Theoc.15.111.
• Etimología: De la misma familia que ἄττα, ἀταλός, etc. Quizá a partir de *ἀτταλω c. introducción de ι entre ττ, o bien c. red. expresiva en el interior del tema.

German (Pape)

[Seite 387] poet. = ἀτάλλω, aufziehen, pflegen, warten, παῖδα Od. 15, 450; σύας σιάλους 14, 41; γόνον Pind. N. 3, 56; ἵππων, ὅσσα γένεθλ' ἀτιτήλατο μύριος αἶα Opp. C. 1, 271; übh. hegen, pflegen, Theocr. 17, 58; καλοῖς, schmücken, 15, 111.

French (Bailly abrégé)

verbe poét. sans fut. ni pf. Act. ; Pass. seul. prés. et impf.
élever, nourrir, acc..
Étymologie: redoubl. de ἀτάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτῐτάλλω: (ᾰτ)
1 выращивать, воспитывать (παῖδα Hom.; Ζῆνα ἐν Κρήτῃ Hes.; γόνον Pind.; βρέφος νεογιλλόν Theocr.);
2 лелеять, холить или украшать (πάντεσσι καλοῖς Ἄδωνιν Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῐτάλλω: ἀόρ. α΄, Ἰων. ἀτίτηλα Συλλ. Ἐπιγρ. 6289: - Μέσ. ἀτιτήλατο Ὀππ. Κ. 1. 271: (ἀταλός). Ἀναδιπλασιασθεὶς τύπος τοῦ ἀτάλλω, τρέφω, ἐκτρέφω, ἀνατρέφω, παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε Ὀδ. Σ. 323· οἵ μ᾽ ἐν σφοῖσι δόμοισιν ἐῢ τρέφον ἠδ᾽ ἀτίταλλον Ἰλ. Ξ. 202, πρβλ. Π. 191, πρβλ. Ἡσ. Θ. 480, Πινδ. Ν. 3. 99, Θεόκρ. 17. 58: - ὡσαύτως ἐπὶ ζᾡων, τοὺς μὲν [ἵππους]... ἀτίταλλ᾽ ἐπὶ φάτνῃ Ἰλ. Ε. 271: - Παθ., χῆν’ ἥρπαξ’ ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Ὀδ. Ο. 174. 2) μεταφ. περιποιοῦμαι, περιθάλπω, μετὰ δοτ., Ἀρσινόα πάντεσσι καλοῖς ἀτιτάλλει Ἄδωνιν Θεόκρ. 15. 111· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐξαπατῶ, ἀποπλανῶ, σκιράφοις ἀτ. Ἱππῶναξ ἐν Ἀποσπ. 82.

English (Autenrieth)

aor. ἀτίτηλα: rear, cherish; of children, Il. 24.60, etc.; of animals, ‘feed,’ ‘keep,’ Il. 6.271, Od. 15.174.

English (Slater)

ᾰτῐτάλλω bring up, rear γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων sc. Cheiron (N. 3.58)

Greek Monolingual

ἀτιτάλλω (Α)
1. ανατρέφω, ανασταίνω, μεγαλώνω
2. περιποιούμαι κάποιον
3. αποπλανώ, παρασύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αταλός, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό].

Greek Monotonic

ἀτῐτάλλω: αναδιπλ. τύπος του ἀτάλλω, ανατρέφω παιδί, φροντίζω, περιποιούμαι, επιβλέπω, σε Όμηρ.· λέγεται για άλογα, Παθ., χῆν ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ, σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

See also: ἀταλός

Middle Liddell

redupl. form of ἀτάλλω, to rear up a child, foster, cherish, tend, Hom.; of horses, Pass., χῆν' ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκωι Od.

Frisk Etymology German

ἀτιτάλλω: {atitállō}
See also: s. ἀταλός.
Page 1,179