ὑλακτέω
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
[ῠ], used only in pres. and impf., exc. that Luc.Nec.10 has aor. ὑλάκτησα: (ὑλάω):—
A bark, bay, howl, of dogs, ἱστάμενοι δὲ μάλ' ἐγγὺς ὑλάκτεον Il.18.586; ἀγαθός γ' ὑλακτεῖν Ar.V.904; ὑ. περιτρέχων Eup.207 (of a man compared to a dog); of hounds, give tongue, ὑ. περὶ τὰ ἴχνη X.Cyn.3.5, cf. 9.2.
2 metaph., κραδίη δέ οἱ ἔνδον ὑλάκτει = howled for rage, Od.20.13; of a hungry stomach, yelp for food, νηδὺς ὑλακτοῦσα AP6.89 (Maec.).
b c. acc. cogn., τοιαῦθ' ὑλακτεῖ S.El.299; ἄμουσ' ὑλακτῶν howling his uncouth songs, E.Alc.760.
II trans., bark at, τινα Ar.V.1402, Isoc.1.29, Theoc.6.29: metaph., bark or snarl at, Plb.16.24.6; hence Vespasian called the Cynic Demetrius κύνα ὑλακτοῦντα, D.C.66.13.
German (Pape)
[Seite 1176] (ὑλάω), bellen, Il. 18, 586; – übertr. vom Ingrimm des zornigen Herzens, κραδίη ὑλάκτει, Od. 20, 13. 16; vom Bellen des leeren, hungrigen Magens, νηδὺς ὑλακτοῦσα, Qu. Maec. 8 (VI, 89). – Auch = freche, unverschämte Reden führen, ungestüm lärmen, τοιαῦτ' ὑλακτεῖ, Soph. El. 291. – Trans. τινά, anbellen, Ar. Vesp. 1402; Luc. vit. auct. 7; übertr., mit groben Worten anfahren, anschnauzen, Isocr. 1, 29; Pol. 16, 24, 6, im Gegensatz zum Schmeichler.
French (Bailly abrégé)
ὑλακτῶ :
I. intr. aboyer ; p. anal. :
1 pousser des cris terribles, particul. des cris de colère ou de douleur;
2 faire grand bruit en parl. des battements du cœur;
II. tr. poursuivre de ses aboiements, acc. ; fig. poursuivre d'injures ou de malédictions.
Étymologie: ὑλάω.
English (Autenrieth)
ipf. ὑλάκτεον, ὑλάκτει: bark, bay; κραδίη, ‘growled with wrath,’ Od. 20.13, 16.
Spanish
Greek Monotonic
ὑλακτέω: [ῠ] (ὑλάω), αόρ. αʹ ὑλάκτησα·
I. 1. γαυγίζω, ουρλιάζω, λέγεται για σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· λέγεται για κυνηγόσκυλα, λαγωνικά, γαβγίζω, υλακτώ, σε Ξεν.
2. μεταφ., κραδίη ὑλάκτει, γουργουρίζει, διαμαρτύρεται έντονα, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αιτ., ξεστομίζω ξεδιάντροπα και αναίσχυντα λόγια, σε Σοφ.· ἄμουσ' ὑλακτῶν, κραυγάζοντας τα άξεστά του τραγούδια, άσματα, σε Ευρ.
II. μτβ., γαυγίζω εναντίον κάποιου, τινά, σε Αριστοφ., Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑλακτέω: (ῠ, в impf. и aor. ῡ)
1 лаять Hom.: ὑ. τινα Arph., Luc. лаять на кого-л.;
2 выть, орать (τι Soph.): ἄμουσ᾽ ὑ. Eur. дико орать; ὑ. τινα Isocr., Polyb. набрасываться на кого-л. с бранью; κραδίη δέ οἱ ἔνδον ὑλακτεῖ Hom. в груди у него клокочет злоба; ὑλακτοῦσα νηδύς Anth. урчащий (от голода) живот.
Middle Liddell
ὑ˘λακτέω, ὑλάω
I. to bark, bay, howl, of dogs, Il., Ar.; of hounds, to give tongue, Xen.
2. metaph., κραδίη ὑλακτεῖ howls for rage, Od.; c. acc. cogn. to yell forth bold and shameless words, Soph.; ἄμουσ' ὑλακτῶν howling his uncouth songs, Eur.
II. trans. to bark at, τινά Ar., Isocr.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=γαυγίζω). Εἶναι ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ὑλάω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὕλαγμα, ὑλαγμός (=γαύγισμα), ὑλακτητής, ὑλακτικός, ὑλάκτωρ (=ὄνομα θρησκευτικοῦ σκύλου στον Ὅμηρο).
Léxico de magia
aullar como señal ἐπίλεγε οὖν πάλιν τὸν λόγον, κἄν ὑλακτήσῃ, ἄγει así pues, recita de nuevo la fórmula, y si aúlla, la trae P IV 1905