προδοκή

From LSJ
Revision as of 19:26, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Greek: ενέδρα;" to "Greek: ενέδρα, καρτέρι, χωσιά;")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδοκή Medium diacritics: προδοκή Low diacritics: προδοκή Capitals: ΠΡΟΔΟΚΗ
Transliteration A: prodokḗ Transliteration B: prodokē Transliteration C: prodoki Beta Code: prodokh/

English (LSJ)

ἡ, (δέχομαι ΙΙ) place where one lies in wait, lurking place, laying in ambush, ambush, δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν Il.4.107.

German (Pape)

[Seite 716] ἡ, Ort, wo man Einem auflauert, bes. dem Wilde, αἶγα πέτρης ἐκβαίνοντα δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, Il. 4, 107.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
endroit pour épier, embuscade.
Étymologie: πρό, δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

προδοκή:засада: ἐν προδοκῇσιν Hom. в засаде.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προδοκή -ῆς, ἡ [πρό, δέχομαι] plur. hinderlaag:. ὅν... δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν hem οpwachtend in een hinderlaag Il. 4.107.

Greek (Liddell-Scott)

προδοκή: ἡ, (δέχομαι, δοκάω), τόπος ἔνθα τις ἐνεδρεύει ἢ περιμένει τὸ θήραμα, «προενέδρα» κατὰ τὸν Ἡσύχ., δεδεγμένος ἐν προδοκῇσιν, «τόποις πρὸς ἐνέδραν ἐπιτηδείοις προσκοπεῦσαι» (Σχόλ.) Ἰλ. Δ. 107.

English (Autenrieth)

(προδέχομαι): lurking place, ambush, pl., Il. 4.107†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. τόπος όπου ενεδρεύει κανείς ή περιμένει το θήραμα, ενέδρα («δεδεγμένος ἐν προδοκῇσι», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «προενέδρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δοκή «ενέδρα, παρατήρηση»].

Greek Monotonic

προδόκη: ἡ (δοκεύω), τόπος όπου κάποιος περιμένει το θήραμα, μέρος ενέδρας, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

προ-δόκη, ἡ, δοκεύω
a place where one lies in wait, lurking-place, Il.

Translations

ambush

Apache Western Apache: yidáh nehedzaa; Armenian: հարձակում դարանից; Azerbaijani: pusqu; Belarusian: засада; Catalan: emboscada; Chinese Mandarin: 遇袭, 偷袭; Dutch: hinderlaag; Greek: ενέδρα, καρτέρι, χωσιά; Ancient Greek: αἴνιγμα, δόκος, ἔγκρυμμα, ἔνδοκος, ἐνέδρα, ἐνεδρεύτειρα, ἐνέδρη, ἔνεδρον, λόχος, προδοκή; Esperanto: embusko; Finnish: väijytys, ylläkkö, yllätyshyökkäys, tuliylläkkö; French: embuscade; German: Hinterhalt; Hungarian: csapda, orvtámadás; Italian: imboscata; Korean: 매복; Macedonian: заседа; Maori: urumaranga; Mongolian: отолт; Old English: sǣt; Ottoman Turkish: پوصو; Polish: zasadzka; Portuguese: emboscada; Romanian: ambuscadă; Russian: засада; Spanish: emboscada; Tarifit: anday; Turkish: pusu; Ukrainian: засідка, засада, підсі́дка