ἀθέμιστος
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
or ἀθέμιτος, ον, (the former in Poetry, the latter more correct in Prose) = ἀθεμίστιος (lawless, godless), Il.9.63; of the Cyclopes, Od.9.106;
A ἀθεμιστότεροι X.Cyr.8.8.5. Adv. ἀθεμίστως Phaennis ap. Paus.10.15.3; ἀθεμίτως App.Pun.53.
II of things, unlawful, freq. in neut., ἀθέμιτα ἔρδειν Hdt.7.33; ποιεῖν X.Mem.1.1.9; εὔχεσθαι Id.Cyr.1.6.6; ἀθέμιστα δρᾶν S.Fr.742 (dub.), Din.Fr.89.4S.; κείνοις δ' οὐκ ἀθέμιστον IG14.1389ii29:—ἀ. εἰδωλολατρεῖαι 1 Ep.Pet.4.3: c. dat., αἷς [θεαῖς] ἀ. νεκρὰ σώματα PTaur.1 ii 22 (ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): tb. ἀθέμιτος esp. en prosa tard.
I 1de pers. que no reconoce leyes divinas o humanas, impío, criminal ἀ. ... ἐστιν ἐκεῖνος ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος Il.9.63, de los cíclopes Od.9.106, de los pretendientes Od.17.363, de ciertos pueblos asiáticos ἀθεμιστότεροι δὴ νῦν ἢ πρόσθεν X.Cyr.8.8.5, de Zeus por desear a su hija Afrodita ἀ. ἀκοίτης Nonn.D.14.196, del οἰνομανὴς Λυκόοργος por llevar a la muerte a extranjeros inocentes, Nonn.D.20.151, de los antepasados ὄργια τ' ἐκτελέσουσι λύσιν προγόνων ἀθεμίστων μαιόμενοι Orph.Fr.350.3, cf. Hld.8.9.12.
2 de cosas contrario a las leyes divinas, abominable, impío εὐχή Plb.29.18, ἔγκλημα D.C.58.16.7, εἰδωλολατρία 1Ep.Petr.4.3, ὀργή 1Ep.Clem.63.2, c. dat. κείνοις δ' οὐκ ἀθέμιστον de un crimen, Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.88, αἷς (Deméter y Hera) ἀθέμιτά ἐστιν νεκρὰ σώματα καὶ οἱ ταῦτα θεραπεύοντες para las que los cadáveres son cosa abominable y los que los cuidan, PTor.Choachiti 12.2.22 (II a.C.)
•neutr. plu. οὐ μὴ φάγω οὐδὲ οὐ μὴ π[ίω τὰ ἀθέ] μιτα οὐδὲ ὅσα [γέ] γραπται ἐν τοῖς βιβλίοις PWash.Univ.71.6 (II d.C.)
•esp. en expr. ἀθέμιτα, -ιστα ἔρδειν, ποιεῖν, δρᾶν cometer actos impíos Hdt.7.33, X.Mem.1.1.9, S.Fr.742, Din.Fr.p.146.19, εὔχεσθαι X.Mem.1.6.6.
II adv. ἀθεμίστως = criminalmente, impíamente Phaënnis en Paus.10.15.3, IAphrodisias 1.7.4 (II/III d.C., copia de un original del I a.C.), App.Pun.53, Orac.Sib.1.169.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans loi, sans règle, criminel, illicite;
NT: contraire à la loi et la justice, prohibé, illicite, criminel.
Étymologie: ἀ, θέμις.
English (Autenrieth)
= ἀθεμίστιος, Od. 9.106, cf. 112; opp. ἐναίσιμος, Od. 17.363.
Greek Monotonic
ἀθέμιστος: ή ἀ-θέμιτος, -ον (ο πρώτος τύπος επικρατεί στην ποίηση, ο δεύτερος στον πεζό λόγο)· άνομος, ο χωρίς νόμο ή διακυβέρνηση, λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ομήρ. Οδ.· ἀθεμιστότεροι, σε Ξεν.
II. λέγεται επίσης για πράγματα, άνομα, παράνομα· ἀθέμιτα ἔργα, ἀθέμιτα ἔρδειν, σε Ηρόδ.· ἀθέμιτα ποιεῖν, εὔχεσθαι, σε Ξεν.
German (Pape)
gesetzlos, frevelhaft, Hom. dreimal, Od. 9.106 Κυκλώπων ἐς γαῖαν ὑπερφιάλων ἀθεμίστων, ohne Gesetze lebend, s. Scholl. und Apoll. Lex. H. 12.20; Il. 9.63 ἀφρήτωρ ἀθέμιστος ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου, Od. 17.363 γνοίη θ' οἵ τινές εἰσιν ἐναίσιμοι οἵ τ' ἀθέμιστοι; ἀθέμιστα δρᾶν Soph. frg. 811; Antiph. 4 γ 6; ἔρδειν Her. 8.143, von Vergehen gegen das göttliche Recht; vgl. Xen. Cyr. 1.6.6. – Kompar. ἀθεμιστότεροι Xen. Cyr. 8.8.5.
• Adv. f.l. Aesch. Ch. 635 für οὐ θεμ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθέμιστος:
1 живущий без законов (ἀφρήτωρ ἀ. Hom.);
2 беззаконный, нечестивый, бессовестный, Xen.;
3 противозаконный, недозволенный (τὰ ἀθέμιστα εὔχεσθαι Xen.).
Middle Liddell
I. lawless, without law or government, of the Cyclopes, Od.; ἀθεμιστότεροι Xen.
II. of things, lawless, unlawful, ἀθέμιτα ἔργα, ἀθέμιτα ἔρδειν Hdt.; ἀθ. ποιεῖν, εὔχεσθαι Xen.
Translations
abominable
Arabic: بَغِيض; Egyptian Arabic: وحش; Bulgarian: отвратителен, противен, ненавистен, омразен; Catalan: abominable; Czech: ohavný, odporný, hnusný, strašný; Dutch: abominabel, afstotelijk, verschrikkelijk, afschuwelijk, verfoeilijk; Esperanto: abomena; French: abominable; Galician: abominable, abominábel; German: verabscheuungswürdig, verhasst, abscheulich; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐍃𐌴𐍄𐍃; Ancient Greek: ἁγής, ἅγιος, ἄζηλος, ἀθέμιστος, ἀλιτήμενος, ἀλιτηριώδης, ἀναίσχυντος, ἀπεύχετος, ἀπόπτυστος, ἀπόρρητος, ἀπότρεπτος, ἀπότροπος, βδελυκτός, βδελύκτροπος, βδελυρός, βδελυρώδης, ἐβδελυγμένος, ἐναγής, ἐξάγιστος; Hebrew: נתעב; Hungarian: utálatos, undorító, gyűlöletes; Interlingua: abominabile; Irish: gráiniúil; Italian: abominabile, detestabile, efferato, odioso; Latin: abominabilis, abominandus, aversabilis; Norwegian Bokmål: abominabel, avskyelig, fryktelig, fæl; Polish: ohydny, odrażający, plugawy, niegodziwy; Portuguese: abominável, execrável; Romanian: abominabil, detestabil; Russian: отвратительный, омерзительный, противный, гнусный, гадкий, отвратный, ненавистный, отвратный; Serbo-Croatian: gnusan; Spanish: abominable, aborrecible; Tagalog: kaani-ani, kamuhi-muhi; Turkish: iğrenç, berbat, menfur