ἐκπομπή
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
ἡ,
A sending out or forth, λῃστῶν Th.3.51 (pl.); ἀποικιῶν Pl.Lg.740e.
II divorce, Antipho Soph.49 (pl.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά FD 3.240.23 (II a.C.)
I 1c. gen. obj. envío, expedición τριήρων τε ... καὶ λῃστῶν Th.3.51, cf. Harp.s.u. ἀποστολεῖς, ἐ. ἀποικιῶν envío de expediciones colonizadoras Pl.Lg.740e, τούτου καὶ τῶν ... φίλων Plb.22.14.11, cf. 30.9.3, τῶν κληρούχων εἰς Οὐολούσκους D.H.6.44, τῶν τριακοσίων ἐκείνων Plu.2.861a, τῶν κατασκόπων Porph.ad Il.160.1
•remesa τοῦ σίτου PWash.Univ.8.1 (VI d.C.).
2 repudio de la mujer en el matrimonio, Antipho Soph.B 49.
3 cien. emisión de rayos visuales οἱ δι' ἐκπομπὴν ἀκτίνων τιθέμενοι τὸ ὁρᾶν Them.in PN 12.18, cf. Phlp.in de An.325.2, τῆς ὄψεως Olymp.in Mete.236.19, op. εἰσδοχή ‘recepción’ αὕτη δὲ μόνη (ὅρασις) κατὰ ἐκπομπήν (ἐνεργεῖ) EM 133.24G.
•expulsión ἐ. πνεύματος Steph.in Hp.Progn.224.10
•econ. emisión de dinero u otros efectos para gasto público Cod.Iust.12.37.18, Iust.Edict.11.2
•crist. c. gen. subjet. emisión, soplo Πνεύματος del Espíritu Santo, Didym.Eun.M.29.737A.
II licencia, marcha, despedida αὐτῶν de los 70 traductores del AT tras su visita a Ptolomeo Filadelfo, Aristeas 318, 319.
German (Pape)
[Seite 775] ἡ, das Aussenden, Abschicken, ἀποικιῶν, von Kolonien, Plat. Legg. V, 740 e; λῃστῶν, Streifzüge, Thuc. 3, 51; eines Gesandten, Pol. 23, 14, 11; γυναικός, Verstoßung, Antipho bei Stob. flor. 68, 37.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 envoi (de colonies);
2 αἱ ἐκπομπαί excursions, incursions (de brigands);
3 renvoi ; répudiation d'une femme, divorce.
Étymologie: ἐκπέμπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπομπή: ἡ
1 высылка, посылка, отправка (ἀποικιῶν Plat.; τινος εἰς τὴν Ῥώμην Polyb.);
2 набег (λῃστῶν ἐκπομπαί Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπομπή: ἡ, τὸ ἐκπέμπειν, ἐξαποστέλλειν, λῃστῶν Θουκ. 3. 51· ἀποικιῶν Πλάτ. Νόμ. 740Ε. ΙΙ. διαζύγιον, διάζευξις, Ἀντιφῶν παρὰ Στοβ. 422. 2.
Greek Monolingual
η (AM ἐκπομπή)
το να εκπέμπεται κάτι, να εξαπολύεται ή να αποστέλλεται προς τα έξω
νεοελλ.
1. παραγωγή ακτινοβολίας από κάποια πηγή και διάδοσή της στον χώρο
2. μεταβίβαση ήχου και εικόνας με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
3. όρος της νεοπλατωνικής και της γνωστικής φιλοσοφίας που σημαίνει ότι από το απόλυτο εκπορεύονται με ακτινοβολία όλα τα σχετικά και από τον θεό όλα τα κατώτερα όντα, η απορροή
αρχ.
1. αποπομπή, διώξιμο συζύγου
2. εξόρμηση για επιδρομή.
Greek Monotonic
ἐκπομπή: ἡ (ἐκπέμπω), αποστολή, αποπομπή, εκδίωξη, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐκπομπή, ἡ, ἐκπέμπω
a sending out or forth, Thuc.