δυστράπελος

From LSJ
Revision as of 07:23, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστρᾰ́πελος Medium diacritics: δυστράπελος Low diacritics: δυστράπελος Capitals: ΔΥΣΤΡΑΠΕΛΟΣ
Transliteration A: dystrápelos Transliteration B: dystrapelos Transliteration C: dystrapelos Beta Code: dustra/pelos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,
A difficult to deal with, φλέψ Hp.Oss.16; πρᾶγμα Henioch. 4.4, cf. Plu.2.419a; ὀφθαλμία Sor.2.15.
2 of persons, intractable, stubborn, S.Aj.914 (lyr.), Arist.EE1234a5. Adv. δυστραπέλως = awkwardly, clumsily, badly, X.Oec.8.16; with difficulty, Gal.14.114.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1de pers. intratable, inflexible Αἴας S.Ai.913, cf. Arist.EE 1234a5, Poll.3.131, χρεῶσται Origenes Comm.in Mt.11.9, εἴδωλα op. εὔλογχα Plu.2.419a.
2 de cosas que no cambia fácilmente, difícil de tratar (φλέψ) πυκινόρριψος καὶ δ. Hp.Oss.16, ὀφθαλμίαι Sor.3.3.296, ὁ λευκὸς ῥοῦς Sor.3.13.27, νοσήματα Chrys.M.59.378, περιστάσεις Const.Or.S.C.24
rel. la palabra difícil de resolver πρᾶγμα <γ'> ἠρώτα με δυστράπελον Henioch.4.4, δ. ἀπόφασιν ἔδωκε δυστράπελον καὶ δυσκατανόητον D.S.32.3.
II adv. δυστραπέλως
1 de manera difícil de manejar εἰ δ. τι σύγκειται X.Oec.8.15, ἔχειν X.Oec.8.16.
2 con dificultad δ. καθαιρομένων γυναικῶν Gal.14.114, cf. Poll.3.132.

German (Pape)

[Seite 689] (τρέπω), schwer zu wenden, schwer zu bewegen, Hippocr.; bes. vom Charakter, eigensinnig, starrköpfig, Αἴας Soph. Ai. 897; übh. = schwierig, πρᾶγμα Henioch. Ath. IX, 408 a; Plut.; vgl. εὐτράπελος. – Adv., δυστραπέλως, hinderlich, am unrechten Orte, Xen. Oec. 8, 15. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à tourner, à mouvoir, à traiter, intraitable.
Étymologie: δυσ-, τρέπω.

Russian (Dvoretsky)

δυστράπελος: (ᾱ)
1 трудный, тяжелый (sc. πρᾶγμα Plut.);
2 неприветливый, суровый (Αἴας Soph.; εὐτράπελος μέσος τοῦ ἀγροίκου καὶ δυστραπέλου Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

δυστράπελος: -ον, δυσκολομεταχείριστος, φλὲψ Ἱππ. 279. 15· πρᾶγμα Ἡνίοχ. Τροχ. 1. 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 419Α. 2) ἐπὶ προσώπων, δύσκολος, δυσκίνητος, ἀμετάτρεπτος, Σοφ. Αἴ. 914, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 7, 6· πρβλ. εὐτράπελος. ― Ἐπίρρ. -λως, δυσκινήτως, ἀτάκτως, Ξεν. Οἰκ. 8, 16. Πρβλ. δύστροπος.

Greek Monotonic

δυστράπελος: -ον (τρέπω), αυτός που είναι δύσκολος στο χειρισμό, δυσχείριστος, δύστροπος, ισχυρογνώμων, σε Σοφ.· επίρρ. -λως, δυσκίνητα, στενόχωρα, σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσ-τράπελος, ον τρέπω
hard to deal with, intractable, stubborn, Soph.:—adv. -λως, awkwardly, Xen.