παρθενικός
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
παρθενική, παρθενικόν,
A of a maiden or for a maiden, σκευή D.S.16.26; ὁ παρθενικός χιτών Plu.Comp. Lyc.Num.3; ἀνὴρ παρθενικός LXX Jl.1.8 (cf. παρθένιος 1.2); παρθενικός ἀνδριάς = statue of a matron represented as a maiden, BMus.Inscr.1047; παρθενικὰ πράττειν Ael.VH12.1.
II παρθενικόν, τό, = ἀρτεμισία, Ps.-Dsc.3.113.
German (Pape)
[Seite 521] wie παρθένιος, jungfräulich, κόρη, Epigr. bei Ath. II, 61 b.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de jeune fille ; ἡ παρθενική, jeune fille vierge.
Étymologie: παρθένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθενικός -ή -όν [παρθένος] meisjes-:; ὁ παρθενικὸς χιτών de meisjesjurk Plut. Num. 25.7; poët. subst. ἡ παρθενική = meisje.
Russian (Dvoretsky)
παρθενικός: девичий (χιτών Plut.).
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρθενικός, -ή, -όν, ΝΑ παρθένος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε κορίτσι, ο κοριτσίστικος
νεοελλ.
1. συνεκδ. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη φορά («παρθενικό ταξίδι»)
2. μτφ. αγνός, ηθικός («όπου 'χε σαν παρθενικό τριαντάφυλλο το στόμα», Σολωμ.)
3. φρ. «παρθενικός υμένας»
ανατ. μεμβράνη που κλείνει, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο τέλεια, την είσοδο του κόλπου στις παρθένους και η οποία είναι συνήθως ημικυκλική, σπανιότερα κυκλική, και διατιτραίνεται από ένα ή δύο στόμια
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρθενική
ανύπαντρο κορίτσι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρθενικόν
το φυτό αρτεμισία
3. φρ. α) «παρθενικὴ νεῆνις» — παρθένος κόρη
β) «παρθενικά πράττειν» — το να εκτελεί, να κάνει κανείς έργα που αρμόζουν σε παρθένο
γ) «παρθενικὸς ανήρ» — ο σύζυγος παρθένου, ο πρώτος άντρας.
επίρρ...
παρθενικώς και -ά / παρθενικῶς, ΝΜ
με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο.
Greek Monotonic
παρθενικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε παρθένα, αγνός, άσπιλος, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενικός: -ή, -όν, (ἴδε τὸ προηγ.), ὡς τὸ παρθένιος, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παρθένον, ὁ π. χιτὼν Πλουτ. Λυκούργ. Κ. Νουμ. Σύγκρ. 3, πρβλ. παρθένιος˙ γῆ π., ἐξ ἧς ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, Ἐκκλ.: Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 5. 6.
Middle Liddell
παρθενικός, ή, όν
of or for a maiden, Plut.
Léxico de magia
-όν virginal, virgen de Dafne δάφνη, μαντοσύνης ἱερὸν φυτὸν Ἀπόλλωνος, Δάφνη παρθενική laurel, sagrada planta de la adivinación de Apolo, virginal Dafne P VI 41 sent. fig., de tierra para modelar una estatua λαβὼν φύλλα δάφνης ἐγκαρδίου κηʹ καὶ γῆς παρθενικῆς καὶ ἀρτεμισίας σπέρματος toma veintiocho hojas de laurel medular, tierra virgen y semilla de artemisa P V 371