προσελλείπω

From LSJ
Revision as of 07:44, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσελλείπω Medium diacritics: προσελλείπω Low diacritics: προσελλείπω Capitals: ΠΡΟΣΕΛΛΕΙΠΩ
Transliteration A: proselleípō Transliteration B: proselleipō Transliteration C: proselleipo Beta Code: prosellei/pw

English (LSJ)

to be still wanting, π. τῷ σταδίῳ στάδιον fail by the whole length of the course, of a very slow runner, AP11.85 (Lucill.); τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων the sums still wanting, D.S.20.101, cf. IG4.4.9 (Aegina).

German (Pape)

[Seite 759] noch dazu, daran fehlen lassen; στάδιον σταδίῳ, ein Stadion am Stadion fehlen lassen, Lucill. 16, 5 (XI, 85); τὰ προσελλείποντα, das noch daran Fehlende, D. Sic.

French (Bailly abrégé)

1 tr. faire qu'il y ait manque;
2 intr. faire défaut, manquer.
Étymologie: πρός, ἐλλείπω.

Russian (Dvoretsky)

προσελλείπω:
1 недоставать, не хватать: τὰ προσελλείποντα Diod. нехватка, недостающее;
2 оставлять непройденным: π. τῶ σταδίῳ στάδιον Anth. из стадия оставить непройденным стадий (же) (шутл. о неудачливом бегуне).

Greek (Liddell-Scott)

προσελλείπω: μένω ὀπίσω ἀκόμη, χρειάζομαι ἀκόμη πρὸς συμπλήρωσιν, Μᾶρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ στάδιον, δηλ. μείνας ὀπίσω καθ’ ὁλόκληρον τὸ μῆκος τοῦ δρόμου, ἐπὶ λίαν νωθροῦ δρομέως, Ἀνθ. Π. 11. 85· τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων, τὰ προσαπαιτούμενα πρὸς συμπλήρωσιν ποσά, Διοδ. 20. 101, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b.

Greek Monolingual

Α ἐλλείπω
1. (κυρίως για νωθρό δρομέα) μένω ακόμη πίσω («Μᾱρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ στάδιον» — ο Μάρκος έμεινε πίσω κατά ολόκληρο το μήκος του δρόμου, Λουκίλλ.)
2. υπολείπομαι, χρειάζομαι ακόμη ώσπου να συμπληρωθώ («ἀξιούντων... είς τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων δοῦν αι χρόνον», Διόδ.).

Greek Monotonic

προσελλείπω: μένω ακόμα πίσω, είμαι ακόμη ελλιπής, ανεπαρκής, έχω ακόμα έλλειψη, σε Ανθ.

Middle Liddell

to be still wanting, Anth.