σύνδεσις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A binding together, of milk by fig-juice, Plu.2.697b; πρὸς τὴν τῆς κονίας σύνδεσιν so as to bind the mortar or stucco, D.S.13.113; continuation of a text, POxy.1737.23 (ii/iii A.D.): metaph., τῆς ψυχῆς πρὸς [τὸ σῶμα] Porph.Antr.14; κοινωνία καὶ σύνδεσις Procl.Inst. 32; connecting link, Pl.Ti.43d.
II (from Pass.) constriction, τοῦ δέρματος Hp.Epid.6.3.1, cf. Oss.11, Gal.17(2).2.
III Gramm., conjunctive construction, A.D.Conj.216.11.
German (Pape)
[Seite 1006] ἡ, das Zusammenbinden, die Verbindung; Plat. Tim. 43 d; Hippocr. u. Sp., wie Plut., καὶ περιπλοκή Symp. 6, 10.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
σύνδεσις: ἡ, τὸ συνδεῖν, δένειν ὁμοῦ, Πλάτ. Τίμ. 43D, Πλούτ. 2. 697Β τινος πρός τι αὐτόθι 793Α· πρὸς τὴν τῆς κονίας σ. Διόδ. 13. 113. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), σύμπτυξις, σύμφραξις, τοῦ δέρματος Ἱππ. 1174F· «σύνδεσις δηλοῦται ποτὲ καὶ ἡ οἷον πυκνότης καὶ ἡ σφίγξις» Γαλην. Ἱποκράτ. Γλωσσῶν Ἐξήγ 572.
Russian (Dvoretsky)
σύνδεσις: εως ἡ
1 соединение, сочетание, связывание (τῶν κροτάφων Arst.; τινος πρός τι Diod., Plut.);
2 pl. связи, узы Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνδεσις -εως, ἡ, Att. ook ξύνδεσις συνδέω verbinding. het binden (van vloeistoffen etc.). geneesk. samentrekking (van de huid). Hp.
Greek Monolingual
η / σύνδεσις, -έσεως, ΝΜΑ συνδέω
η ενέργεια του συνδέω, ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση
νεοελλ.
1. συγκράτηση, συνοχή
2. βιολ. η αλληλεξάρτηση τών γονιδίων που προκύπτει από την κατανομή και τη θέση τους πάνω στα χρωματοσώματα και η οποία μπορεί να είναι ολική, οπότε συνεπάγεται την έλξη τών γονιδίων κατά την σύναψη, ή μερική, οπότε συνεπάγεται την ανταλλαγή τους
3. τηλεπ. τρόπος επικοινωνίας μεταξύ δύο απομακρυσμένων σημείων (α. «ραδιοηλεκτρική σύνδεση» β. «τηλεγραφική σύνδεση»)
4. (φιλοσ.) ο αλληλοκαθορισμός τών φαινομένων στον χώρο και στον χρόνο
5. φρ. α) «ενέργεια σύνδεσης»
φυσ. η ποσότητα της ενέργειας που απαιτείται για την απομάκρυνση ενός σωματιδίου από ένα σύστημα σωματιδίων ή και για τον πλήρη διαχωρισμό όλων τών σωματιδίων ενός συστήματος
β) «σύνδεση σήματος»
(γεωδ.-τοπ.) ο προσδιορισμός της απόστασης και διεύθυνσης του σήματος με αρκετή ακρίβεια, ώστε να γίνεται με ευχέρεια η επανεύρεσή του
γ) «σύνδεση ποταμού» ή «σύνδεση τών ακτών» — τοποθέτηση ή κατασκευή γέφυρας
δ) «αεροπορική [ή ατμοπλοϊκή] σύνδεση» — δρομολόγηση συγκοινωνιακών μέσων
ε) «τηλεφωνική σύνδεση» — τοποθέτηση τηλεφωνικών γραμμών για την τηλεφωνική επικοινωνία, κλήση ενός αριθμού μέσω του τηλεφωνικού κέντρου
στ) «σύνδεση εν παραλλήλῳ» ή «παράλληλη σύνδεση»
(ηλεκτρ.) βλ. συνδεσμολογία
ζ) «σύνδεση εν σειρᾴ»
(ηλεκτρ.) βλ. συνδεσμολογία
αρχ.
1. η πύκνωση ρευστού μίγματος, το πήξιμο
2. (για κείμενο) η συνέχεια
3. σύσφιγξη («σύνδεσις τοῦ δέρματος», Ιπποκρ.)
4. γραμμ. η καθ' υπόταξη σύνταξη.