φυσιολογία

From LSJ
Revision as of 07:50, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠσιολογία Medium diacritics: φυσιολογία Low diacritics: φυσιολογία Capitals: ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: physiología Transliteration B: physiologia Transliteration C: fysiologia Beta Code: fusiologi/a

English (LSJ)

ἡ, inquiring into natural causes and phenomena, ἡ φ. ἡ περὶ τῶν φυτῶν Arist.Sens.442b25; generally, Epicur. Ep.1p.4U., 2p.35U., Metrod.Herc.831.8, etc.; φ. καὶ θεολογία, φ. καὶ μαθηματική, D.S.5.40, Str.14.1.7, cf. Cic.Div.1.41.90, Ph.1.139, Plu.2.420c, etc.; ἡ Ζήνωνος φ., title of work by Cleanthes: pl., Longin.12.5, etc.

German (Pape)

[Seite 1318] ἡ, Untersuchung der natürlichen Körper, bes. Untersuchung der Natur in ihrem Wesen und ihren Gründen, Plut. u. a. Sp. Auch übh. Erklärung aus natürlichen Gründen.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
recherche ou dissertation sur les choses de la nature.
Étymologie: φυσιολόγος.

Russian (Dvoretsky)

φῠσιολογία:наука о природе, естествознание Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιολογία: ἡ, ἐξέτασις τῶν φυσικῶν αἰτίων καὶ φαινομένων, φυσικὴ φιλοσοφία, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 4, 24, Πλούτ. 2. 420Β, κλπ.· ἐν τῷ πληθ., Λογγῖνος 12. 5, κλπ.

Greek Monolingual

η, Ν
1. επιστήμη η οποία μελετά τις λειτουργίες τών ζωντανών οργανισμών και αποτελεί συνδυασμό διαφόρων επιστημονικών κλάδων, της γενικής και ιατρικής βιολογίας, της βιοχημείας, της βιοφυσικής, τών μαθηματικών και της φυσικής, με κοινό σκοπό τη μεγιστοποίηση τών ανθρώπινων γνώσεων για τη ζωή
2. φρ. α) «συγκριτική φυσιολογία» — κλάδος της παραπάνω επιστήμης που εξετάζει τις λειτουργίες ενός οργάνου ή συστήματος σε διαφορετικούς τύπους ζώων, σπονδυλοζώων ή και ασπόνδυλων, με στόχο τη διατύπωση θεμελιωδών νόμων για τις λειτουργίες του συνόλου του ζωικού βασιλείου
β) «φυσιολογία τών φυτών» — κλάδος που μελετά τις βασικές λειτουργίες στα φυτά, όπως είναι η φωτοσύνθεση, η αζωτούχα και ανόργανη θρέψη, η κυκλοφορία του νερού και τών αλάτων, η αναπνοή, η αύξηση, η ανάπτυξη και η αναπαραγωγή τους
γ) «παθολογική φυσιολογία» — η μελέτη, με τις μεθόδους της φυσιολογίας, τών λειτουργικών, φυσικών και χημικών μεταβολών που συνοδεύουν τις διάφορες νόσους
αρχ.
1. διερεύνηση τών φυσικών φαινομένων και τών αιτίων τους
2. φρ. «Ζήνωνος φυσιολογία» — τίτλος έργου του Κλεάνθους του Στωικού.

English (Woodhouse)

natural philosophy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)