ἐγκωμιάζω

Revision as of 07:55, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

impf. ἐνεκωμίαζον Aeschin.3.86: fut. ἐγκωμιάσω Pl.Grg. 518e, 519a, Isoc.12.111, but ἐγκωμιάσομαι Pl.Smp. 198d, Aeschin.1.33: aor. ἐνεκωμίασα Pl.La.191b: pf. ἐγκεκωμίακα Id.Lg.629c, Isoc.7.71: —Pass., aor. ἐγκωμιασθείς Hdt.5.5: pf. ἐγκεκωμίασμαι Pl.Smp. 177c (the tenses being formed as if the Verb were a compound of ἐν and κωμιάζω, and not derived directly from ἐγκώμιος):—praise, laud, extol, c. dupl. acc., ταῦτα τὴν δικαιοσύνην Id.R.363d; τινὰ ἐπὶ σοφίᾳ Id.Euthphr.9b; κατὰ τοῦτο Id.La.191b; περὶ τὴν μάχην Id.Tht.142b; τὴν τέχνην τινός Id.Grg.448e: abs., Phld.Herc.1457.8:—Pass., to be praised, Hdt.5.5, Pl.Smp. 181a; to be said in panegyric, Phld.Herc. 1457 Fr.14, etc.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐνκ- Phld.Mus.p.52v.K.
• Morfología: [formas c. aum. ἐνε- y c. red. ἐγκε- como comp. de ἐν-; perf. sin red. ἐγκωμίακε Sch.Pi.P.4.57]
alabar, elogiar, encomiar c. ac. de pers. τοὺς δὲ προτέρους ἐκείνους καὶ αἰτίους τῶν κακῶν Pl.Grg.518d, cf. 519a, Pl.Lg.629c, ἑαυτόν Aeschin.3.241, cf. D.61.19, Aeschin.3.86, Plb.5.49.4, Aristid.Pro.159.11, τοὺς μονάρχους Plb.8.8.7, ἐνκωμιάζουσι μέλεσι καὶ ῥυθμοῖς συνεχίζοντας ὑπεράθλους ὄντας Phld.l.c., ἀνὴρ δὲ δοκιμάζεται διὰ στόματος ἐγκωμιαζόντων αὐτόν LXX Pr.27.21, ἐγκωμιάζει δὲ τοὺς ἐν πολέμοις ἀριστεύσαντας Ἀθηναίων de Gorgias, D.H.Dem.1.1, Βροῦτον Plu.Publ.10, cf. 2.492c, D.S.1.48, Demetr.Eloc.120, D.L.10.5, en v. pas. ἐγκωμιασθεῖσα ὑπό τε ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν Hdt.5.55, ὁ Ἔρως οὐ πᾶς ἐστι ... ἄξιος ἐγκωμιάζεσθαι Pl.Smp.177c
c. ac. de cosa o abstr. ἐγκωμιάζεις μὲν αὐτοῦ τὴν τέχνην Pl.Grg.448e, cf. X.Cyr.5.3.3, τὴν δημοκρατίαν Isoc.7.71, (συνθήκας) D.15.29, τοὺς λόγους Aeschin.2.41, cf. Epicur.Nat.14.41.5, τὸ ἱερὸν (τὸ ἐν Δήλῳ) ἐγκωμιάζει οὗ ἂν ἀφίκηται IG 11(4).573.11 (III a.C.), αὐτήν (χώραν) Str.15.1.34, ὀφθαλμούς Ph.2.23, τὴν πρόνοιαν Arr.Epict.1.6.1, en v. pas. περὶ ἑκάστου ἐγκωμιαζομένου Pl.Smp.198d, cf. 177c, στόμα συνετοῦ ἐγκωμιάζεται ὑπὸ ἀνδρός LXX Pr.12.8, cf. Ph.2.164
en v. med. mismo sent. ἐγκωμιάσεσθαι τὸν Ἔρωτα Pl.Smp.198d, τὸ κάλλος ... ἐγκωμιάσεται Aeschin.1.133
c. giro prep. expr. la causa alabar por τὸν Αἰνείαν κατὰ τοῦτ' ἐνεκωμίασε, κατὰ τὴν τοῦ φόβου ἐπιστήμην alabó a Eneas por esto, por la habilidad en la huida Pl.La.191b, σε ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Euthphr.9b, αὐτὸν περὶ τὴν μάχην Pl.Tht.142b, ἐκ τούτων ... τὴν Σπάρτην Isoc.12.111, ὅσους ... ἐγκωμίακε κατ' ἀρετήν Sch.Pi.P.4.507
c. dos ac., compl. dir. e int. ταῦτα δὲ καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐγκωμιάζουσιν δικαιοσύνην alaban a la justicia (con) éstas y otras alabanzas tales Pl.R.363d, πολλὰ μὲν Φίλιππον ἐγκωμιάζοντες D.18.213
abs. pronunciar un encomio o panegírico Phld.Vit.8B., σὲ ... αὐτὸν ἐγκεκωμιασκότα tú que has pronunciado un encomio personalmente Luc.Charid.2, μαθὼν ἐγκωμιάζειν Philostr.VS 617
en v. pas. ser elogiado en un encomio o panegírico Phld.Vit.fr.14B., D.S.4.7
part. subst. ὁ ἐγκωμιάζων el encomiasta Luc.Hist.Cons.7, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 711] (vgl. ἐγκώμιος), fut. ἐγκωμιάσομαι, Plat. Conv. 198 e u. A., act. Plat. Gorg. 518 d; Schol. Pind. Ol. 1, 58; lobpreisen, ἐγκωμιασθεῖσα Her. 5, 5; καὶ ἐπαινέσαι Plat. Prot. 346 b; ἐνεκωμίασε Isocr. 4, 159; Folgde oft; ταῦτα δὴ καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐγκωμιάζουσι δικαιοσύνην Plat. Rep. II, 363 d; τινὰ – ἀγαθὸν ἄνδρα, als einen guten Mann, Men. 99 d; ἐπὶ σοφίᾳ Euthyph. 9 b; περί τι, Theaet. 142 b; κατὰ τοῦτο, Lach. 191 b; διά τι, Menex. 241 d; ἐγκεκωμιακώς, Legg. I, 629 c; ἐγκεκωμιασμένος, Charm. 157 e.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐνεκωμίαζον, f. ἐγκωμιάσω et ἐγκωμιάσομαι, ao. ἐνεκωμίασα, pf. ἐγκεκωμίακα;
Pass. ao. ἐνεκωμιάσθην, pf. ἐγκεκωμίασμαι;
faire l'éloge de, vanter.
Étymologie: ἐγκώμιον.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκωμιάζω: (fut. тж. ἐγκωμιάσομαι) восхвалять, прославлять, превозносить (τινὰ ἐπί τινι, διά, περί и κατά τι Plat.; τὴν δημοκρατίαν Isocr.; ἑαυτόν Plut.): ἐ. τινὰ ἀγαθὸν ἄνδρα Plat. хвалить кого-л., как доблестного мужа.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκωμιάζω: παρατ. ἐνεκωμίαζον Αἰσχίν. 66. 7: μέλλ. -άσω Πλάτ. Γοργ. 618D, 519Α, Ἰσοκρ. 255D, ἀλλ’ ἐγκωμιάσομαι Πλάτ. Συμπ. 198C, D, Αἰσχίν. 18. 4: πρκμ. ἐγκεκωμίακα Πλάτ. Νόμ. 629C, Ἰσοκρ. 154C: - Παθ., ἀόρ. ἐγκωμιασθεὶς Ἡρόδ. 5. 5: πρκμ. ἐγκεκωμίασμαι Πλάτ. Συμπ. 177C· (οἱ χρόνοι σχηματίζονται ὡς εἰ τὸ ῥῆμα ἦν σύνθετον ἐκ τῆς προσθ. ἐν καὶ κώμη, καὶ οὐχὶ παράγωγον κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ ἐγκώμιος· πρβλ. ἐκκλησιάζω). Αἰνῶ, ἐξαίρω, ἐγκωμιάζω, τινά τι· - ταῦτα δὴ καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐγκωμιάζουσι δικαιοσύνην Πλάτ. Πολ. 363D· τινὰ ἐπὶ σοφίᾳ ὁ αὐτ. Εὐθύφρων 9Β· κατὰ τοῦτο ὁ αὐτ. Λάχ. 191Β· ἀγαθὸν ἄνδρα ἐγκ. τινά, ἐγκωμιάζειν τινὰ ὡς ἀγαθὸν ἄνδρα, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 142Β, τι ὁ αὐτ. Γοργ. 448Ε: - Παθ. ἐγκωμιάζομαι, Ἡρόδ. 5. 5, Πλάτ. Συμπ. 181Α, κτλ.

Greek Monolingual

(AM ἐγκωμιάζω)
απευθύνω εγκώμιο, επαινώ, εξυμνώ
(μον.)
1. τιμώ
2. αναφέρω.

Greek Monotonic

ἐγκωμιάζω: παρατ. ἐν-εκωμίαζον, μέλ. -άσω και -άσομαι, παρακ. ἐγκεκωμίακα (οι φέροντες αύξηση χρόνοι σχηματίζονται σαν να είναι σύνθετο το ρήμα από τα ἐν και κῶμος κι όχι προερχόμενο κατευθείαν από το ἐγκώμιονυμνώ, εξυμνώ, εκθειάζω, επαινώ κάποιον, ἐπίτινι, για κάτι, σε Πλάτ. — Παθ., εγκωμιάζομαι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[the augmented tenses are formed as if the Verb were a compound of ἐν and κῶμος, not a deriv. from ἐγκώμιον
to praise, laud, extol one, ἐπί τινι for a thing, Plat.:—Pass. to be praised, Hdt.

Translations

praise

Aghwan: 𐔰𐕔𐕙𐔴; Albanian: lëvdoj, lavdëroj, mburr; Arabic: مَدَحَ‎, أَثْنَى‎, أَطْرَى‎, حَمِدَ‎; Egyptian Arabic: حمد‎, مدح‎, شكر في‎; Moroccan Arabic: حمد‎, مدح‎, شكر‎, شكر في‎; Armenian: գովել; Aromanian: alavdu; Assamese: গুণ গা, বখান, প্ৰসংশা কৰ; Azerbaijani: öymək, tərifləmək; Bashkir: маҡтау; Belarusian: хвалі́ць; Breton: meuliñ; Bulgarian: хваля; Catalan: lloar; Chinese Cantonese: 讚/赞, 讚美/赞美; Mandarin: 讚揚/赞扬, 稱讚/称赞, 表揚/表扬, 誇獎/夸奖, 讚美/赞美; Cornish: gormel, praysya; Czech: chválit; Danish: rose; Dutch: loven, prijzen, eren; Esperanto: laŭdi; Estonian: ülistama; Faroese: rósa; Finnish: ylistää, kehua, palvoa; French: louer, féliciter, prôner, vénérer; Friulian: laudâ; Galician: loar, gabar; German: loben, preisen; Gothic: 𐌷𐌰𐌶𐌾𐌰𐌽; Greek: επαινώ, εγκωμιάζω; Ancient Greek: ᾄδειν, ᾄδω, ἀείδω, ἀείρω, ἀέρρω, αἰνέω, αἰνῶ, αἴρω, δοξοποιέω, δοξοποιῶ, ἐγκωμιάζω, ἐπαινετέω, ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ἐπαινῶ, εὖ λέγω, εὐκλεΐζω, εὐλογέω, ζαλόω, ζαλῶ, ζηλεύω, ζηλόω, ζηλῶ, κλεΐζω, κλῄζω, κληΐζω, μακαρίζω, προσπαίζω, ὑμνείω, ὑμνέω, ὑμνῶ; Hebrew: שיבח \ שִׁבֵּחַ‎; Hindi: तारीफ़ करना; Hungarian: dicsér, méltat, dicsőít; Icelandic: hrósa; Ido: laudar; Irish: mol, cuach; Old Irish: molaidir; Italian: lodare, elogiare; Japanese: 褒める, 称える, 讃える, 賞賛する; Korean: 칭찬하다; Kurdish Northern Kurdish: pesinandin, pesn dan, meth kirin; Ladino: loar; Latin: laudo; Latvian: slavēt; Lithuanian: gìrti, pagìrti; Lombard: lodà; Macedonian: фали; Malay: memuji; Malayalam: പ്രശംസിക്കുക, വാഴ്തുക, പുകഴ്തുക; Mansaka: bantog; Manx: moyl; Maore Comorian: usifu; Mirandese: agabar; Ngazidja Comorian: uhimiɗia; Norwegian: rose; Occitan: lausar; Old Church Slavonic Cyrillic: хвалити; Old English: herian; Old Norse: hrósa; Persian: ستودن‎, تعریف کردن‎; Polish: chwalić, pochwalić; Portuguese: louvar, enaltecer, elogiar; Punjabi: ਵਡਿਆਉਣਾ; Romanian: lăuda, slăvi, proslăvi; Romansch: ludar, luder, lodar; Russian: хвалить, похвалить, восхвалять, превозносить; Sami Kildin Sami: кыҋҋтэ; Sanskrit: ईडयति, स्तौति; Sardinian: alabai, alabare; Scottish Gaelic: mol, luaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити; Roman: hvaliti; Slovak: chváliť, pochváliť; Slovene: hvaliti; Spanish: alabar, elogiar, ensalzar, enaltecer, loar; Swahili: shangilia; Swedish: berömma; Tajik: таъриф кардан, сутудан; Telugu: పొగడు, భజించు, మెచ్చుకొను; Thai: ยกย่อง, สรรเสริญ; Tocharian A: päl-; Tocharian B: päl-; Turkish: övmek, methetmek; Ukrainian: хвалити; Urdu: تعریف کرنا‎; Vietnamese: khen ngợi; Welsh: canmol, clodfori, moli, moliannu; Yiddish: לויבן‎; Zulu: -bonga, -dumisa; ǃXóõ: da̰ã