καθίστημι
English (LSJ)
A in causal sense:—Act., in pres., impf., fut., and pf. καθέστᾰκα Hyp.Eux.28, LXXJe.1.10, D.H.Dem.54, D.S.32.11, etc.; once καθέστηκα PHib.1.82i14 (iii B. C.): plpf. -εστάκει Demetr. Sceps. ap. Ath.15.697d:—also in Med., fut. (Paus.3.5.1), aor. 1, more rarely pres. (infr. A. 11.2):—set down, κρητῆρα καθίστα Il.9.202; νῆα κατάστησον bring it to land, Od.12.185; κ. δίφρους place, station them, before starting for the race, S.El.710; ποῖ [δεῖ] καθιστάναι πόδα; E.Ba.184; κ. τινὰ εἰς τὸ φανερόν X.An.7.7.22; set up, erect, of stones, Inscr.Cypr.94, 95 H.:—Med., [λαῖφος] κατεστήσαντο βοεῦσι steadied it, h.Ap.407. 2 bring down to a place, τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι Od.13.274: generally, bring, κ. τινὰ ἐς Νάξον Hdt.1.64, cf. Th.4.78; esp. bring back, πάλιν αὐτὸν κ. ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ Id.3.34; κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν X.An.1.4.13; without πάλιν, replace, restore, ἐς φῶς σὸν κ. βίον E.Alc.362; ἃς (sc. τὰς κόρας) οὐδ' ὁ Μελάμπους . . καταστήσειεν ἄν cure their squint, Alex.112.5; ἰκτεριῶντας κ. Dsc.4.1; τὸ σῶμα restore the general health, Hp.Mul. 2.133:—Med., κατεστήσαντο (v.l. for κατεκτήσαντο) εὐδαιμονίαν Isoc. 4.62:—Pass., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων Χάρις καθίσταιτο would be returned, Th. 4.86. 3 bring before a ruler or magistrate, Hdt.1.209, PRyl.65.10 (i B. C.), etc.; τινὰ ἐπί τινα PCair.Zen.202.6 (iii B. C.), POxy.281.24 (i A. D.). II set in order, array, of soldiers, X.An.1.10.10; set as guards, προφυλακάς ib.3.2.1, etc. 2 ordain, appoint, κατέστησε τύραννον εἶναι παῖδα τὸν ἑωυτοῦ Hdt.5.94, cf. 25: usu. without the inf., κ. τινὰ ὕπαρχον Id.7.105; ἄλλον [ἄρχοντα] ἀντὶ αὐτοῦ X.Cyr.3.1.12, etc.; βασιλέα ἐπί τινας LXX 1 Ki.8.5, al.; τινὰ ἐς μοναρχίαν E.Supp. 352; ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isoc.12.132; τινὰ τύραννον Ar.Av.1672; κ. ἐγγυητάς Hdt.1.196, Ar.Ec.1064; δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας, Id.Pl. 917, X.Cyr.8.1.9, D.3.10 (sed leg. καθίσατε, cf. καθίζω 1.4); of games, etc., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Isoc.4.1: rarely c. inf., οἱ καθιστάντες μουσικῇ . . παιδεύειν Pl.R.410b:—so in Pass., κυβερνᾶν κατασταθείς X. Mem.1.7.3: aor. Med., appoint for oneself, τύραννον καταστησάμενοι παρὰ. σφίσι αὐτοῖσι Hdt.5.92.á; ἄρχοντας X.An.3.1.39, etc. b esp. of laws, constitutions, ceremonies, etc., establish, νόμους, τελετάς, E.Or.892, Ba.21, etc.; πολιτείαν, δημοκρατίαν, Arist.Ath.7.1, Decr.ib. 29.3; ὀλιγαρχίαν Lys.12.42; also, set in order, arrange, πολιτείαν Pl. R.590e:—also in Med., τοῦτο βουλευτήριον φρούρημα γῆς καθίσταμαι A.Eu.706; τὴν Ἱππίου καθίσταμαι τυραννίδα Ar.V.502; καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην ᾗ αὐτῷ ἐδόκει Th.3.35; πόλεις ἐπὶ τὸ ὠφέλιμον Id.1.76; [Εὔβοιαν] ὁμολογίᾳ ib.114; πρὸς ἐμὲ τὸ πρᾶγμα καταστήσασθαι settle it with me, D.21.90. 3 bring into a certain state, τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Th.1.82; ἐς ἀπορίαν Id.7.75; εἰς ἀνάγκην Lys.3.3; εἰς αἰσχύνην Pl.Sph.230d; εἰς ἐρημίαν φίλων Id.Phdr.232d; εἰς ἀγῶνα Id.Ap.24c; τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Isoc.5.123; τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Hyp.Eux. 28, cf. Lycurg.2; κ. τινὰ ἐν ἀγῶνι καὶ κινδύνῳ Antipho 5.61; τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Pl.Mx.242a; τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ X.Cyr.4.5.28; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν present himself for trial, Th.1.131, cf. Lycurg.6; κ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς reckon him as one of... X.Mem.2.1.9. 4 c. dupl. acc., make, render so and so, ψευδῆ γ' ἐμαυτόν S.Ant.657; ἡ ἐπιθυμία κ. τινὰ ἀμνήμονα Antipho 2.1.7; τὸ πιστὸν ὑμᾶς ἀπιστοτέρους κ. Th.1.68; κ. τι φανερόν, σαφές, Id.2.42, 1.32; τινὸς ἐπίπονον τὸν βίον κ. Isoc.10.17: c. part., κλαίοντα καθιστάναι τινά bring one to tears, E.Andr.635: rarely c. inf., κ. τινὰ φεύγειν make him fly, Th.2.84, cf. E.Alc.283, Luc.Charid.8:—Pass., ἀνάγκη τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι Th.2.89. 5 Med., get for oneself, τὴν ζόην καταστήσασθαι ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων Hdt.8.105. 6 make, in periphrases, πάννυχοι . . διάπλοον καθίστασαν A.Pers.382:—Med., κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο ib.385. B intr. in aor. 2, pf. καθέστηκα, and plpf. of Act. (also fut. καθεστήξω Th.3.37, 102), and all tenses of Med. (exc. aor. 1) and Pass.: pf. καθέσταμαι in later Greek, IG22.1006.24 (ii B. C.), LXXNu.3.32, etc.:—to be set, set oneself down, settle, ἐς [Αἴγιναν] Hdt.3.131, cf. Th.4.75; [ὀδύναι] καθίσταντο ἐς ὑπογάστριον Hp.Epid.7.97; of joints, ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ κ. goes out of joint and in again, Id.Art.8; κ. ἐς Ῥήγιον to make R. a base of operations, Th.3.86; simply, to be come to a place, ὅποι καθέσταμεν S.OC23. b come before another, stand in his presence, Pi.P.4.135; λέξον καταστάς A.Pers. 295 (unless it be taken in signf. 4), cf. Hdt.1.152; κ. ἐς ὄψιν τινός Id.7.29; καταστάντες ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας ἔλεγον Id.3.46, cf.156; καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε Th.4.84. 2 to be set as guard, ὑπό τινος Hdt.7.59, cf. S.OC356, X.An.4.5.19, etc.; to be appointed, δεσπότης . . καθέστηκα E.HF142; στρατηλάτης νέος καταστάς Id.Supp.1216; κ. Χορηγὸς εἰς Θαργήλια, στρατηγός, etc., Antipho 6.11, Isoc.4.35, etc.; οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol.1299b37; δικτάτωρ . . καθε[στάμενος τὸ τέταρτον], = Lat. dictator designatus quartum, of Caesar, IG12(2).35b7 (Mytil.). 3 deposit a sediment, Hp. Epid.1.2, 7. 4 also, stand or become quiet or calm, of water, ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ Ar.Eq.865, cf. PHolm.16.3; θάλασσα γαληνὴ καὶ κ. Plb.21.31.10; πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκός calm and settled, Ar.Ra. 1003; ὁ θόρυβος κατέστη subsided, Hdt.3.80; of laughter, Philostr. VA3.4; of a swelling, Hp.Prog.7; ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. 13.25; also of persons, καταστάς composedly, A.Pers.295 (but v. supr. 1b); [ἡ ψυχὴ] καθίσταται καὶ ἠρεμίζεται Arist.Ph.248a2; ὁρῶμεν [τοὺς ἐνθουσιαστικοὺς] . . καθισταμένους Id.Pol.1342a10; καθεστηκυίας τῆς διανοίας Ocell.4.13; καθεστῶτι προσώπῳ with composed, calm countenance, Plu.Fab.17; μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc.Philops.5; τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε; what person of mature judgement would say . . ? Phld.Po.5.15; ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία middle age, Th.2.36; ἡλικία μέση καὶ κ. Pl.Ep.316c; οἱ καθεστηκότες those of middle age, Hp.Aph.1.13: also, with metaphor from wine, mellow, of persons, Alex.45.8. 5 come into a certain state, become, and in pf. and plpf., to have become, be, ἀντὶ φίλου πολέμιόν τινι κ. Hdt. 1.87; οἱ μὲν ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς Id.2.84; ἔμφρων καθίσταται S.Aj.306; τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων Epicur. Sent.13; ἐς μάχην Hdt.3.45; ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην κ. E.HF 1168; ἐς πάλην καθίσταται δορὸς τὸ πρᾶγμα Id.Heracl.159; ἐς τὴν ἴησιν Hp.Prorrh.2.12; ἐς τὸ αὐτό they recover, Id.Coac.160 (later abs., καταστῆναι καὶ μηδενὸς ἔτι φαρμάκου δεηθῆναι Gal.Vict.Att.1); ἐς τοὺς κινδύνους Antipho 2.3.1; ἐς φόβον Hdt.8.12, Th.2.81; ἐς δέος, λύπην, Id.4.108,7.75; ἐς φυγήν Id.2.81; ἐς ἔχθραν τινί Isoc.9.67; εἰς ὁμόνοιαν, εἰς πολλὴν ἀθυμίαν, Lys.18.18, 12.3; καταστῆναι ἐς συνήθειάν τινος τὴν πόλιν ποιεῖν make the city become accustomed to it, Aeschin.1.165; ἀντιστασιώτης κατεστήκεε had been, Hdt.1.92, cf. 9.37; ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν Id.7.138; καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων ib.132; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in what case are ye? S.OT10; φονέα με φησὶ . . καθεστάναι ib.703; ἄπαρνος δ' οὐδενὸς καθίστατο Id.Ant.435; κρυπτὸς καταστάς E.Andr.1064; οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες ἐν ᾧ . . Antipho 2.1.1; ἐν οἵῳ τρόπῳ [ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ] κατέστη how it came into being, Th.1.97, cf. 96; ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (sc. τοῦ πολέμου) from its first commencement, Id.1.1. 6 to be established or instituted, prevail, καί σφι μαντήϊον Διὸς κατέστηκε Hdt.2.29; ἄγραι . . πολλαὶ κατεστᾶσι ib.70, cf. 1.200; ὅδε σφι νόμος κατεστήκεε ib.197; βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος E. Hipp.91: c. inf., θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Paus.1.34.2: pf. part., existing, established, prevailing, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Hdt 1.65; ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν φόρου πέρι Id.3.89; τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους the regular 300, Id.7.205; οἱ καθεστῶτες νόμοι S.Ant.1113, Ar.Nu.1400; τὰ καθεστῶτα the present state of life, S.Ant.1160; also, existing laws, usages, τὰ τότε κ., τά ποτε κ., Pl.Lg. 798b, Isoc.7.56; ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν Hdt.1.59. 7 of purchases, cost, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν more than they stood me in, And.2.11, cf. Plu.2.349a. 8 stand against, oppose, πρός τινα dub. l. in Plb.23.18.5:—Pass., Τιτήνεσσι κατέσταθεν Hes. Th.674. C aor. 1 Med. and sts. pres. Med. are used in trans. sense, v. supr. A. 11.2sq.
German (Pape)
[Seite 1286] (s. ἵστημι, perf. κατεστέαται Her. 1, 196), 1) trans., praes. u. impf., fut. u. aor. I, bei Sp., wie D. Hal. de vi Dem. 54 auch perf. καθέστακα, niedersetzen, – a) hinstellen, hinbringen; νῆα, das Schiff halten lassen, Od. 12, 185, oder an's Ufer bringen, wie τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι καὶ ἐφέσσαι, 13, 274, mich nach Pylos hinzuschaffen; so κατέστησαν αὐτὸν ἐς Δῖον Thuc. 4, 78; ἔςτε ἐπὶ τὰ Κόλχων ὅρια κατέστησαν τοὺς Ἕλληνας, bis sie die Griechen auf die Gränze hingebracht, Xen. An. 4, 8, 8, wie πάλιν εἰς Ἰωνίαν, zurückbringen nach, 1, 4, 13; τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς, darunter rechnen, Mem. 2, 1, 9; τὰ ὅμηρα εἰς Ῥώμην Pol. 22, 15, 11; τὸν ἄνθρωπον πρὸς τὴν οἰκίαν Plut. Pericl. 5; – δίφρους, hinstellen, hinsetzen, Soph. El. 700; σὺ δέ μ' αὐτὸς ἆρον, σύ με κατάστησον Phil. 867; ποῖ δεῖ καθιστάναι πόδα Eur. Bacch. 184, wo soll ich den Fuß hinsetzen? – αὐτὴν ἐπὶ κλίμακος Plut. Num. 10; ἐς τὸ φανερόν τινα, an einen hohen Platz stellen, Xen. An. 7, 7, 22; vgl. πρὶν ἐς φῶς καταστῆσαι βίον Eur. Alc. 363. – b) Soldaten aufstellen, εἰς τὸ αὐτὸ σχῆμα ἐναντίαν τὴν φάλαγγα Xen. An. 1, 10, 10; Wächter, Späher, σκοπούς 6, 1, 11, προφύλακας 3, 2, 1. – c) in ein Amt einsetzen; ὕπαρχον Her. 7, 105, τυράννους 5, 92; τύραννον εἶναι παῖδα 94; βασιλέα Xen. An. 3, 2, 5; πότε ρον ἐᾷς ἄρχειν ἢ ἄλλον καθίστης ἀντ' αὐτοῦ Cyr. 3, 1, 12; ἄρχοντα ἡμῖν καθίστησι Plat. Rep. X, 606 d; Folgde überall, ὑπάτους Pol. 1, 16, 1, pass. ὕπατοι κατασταθέντες 1, 17, 6, ἀγορανόμος καθεσταμένος, zum Aedil gemacht, 10, 4, 6; λαφυροπώλας, als eine Behörde, Xen. An. 7, 7, 56; ἄλλοις τινὰ δικάζειν Cyr. 1, 3, 6; τοῖς παισὶν ἐπίτροπον, den Kindern einen Vormund bestellen, Plat. Legg. VI, 766 d; κληρονόμον, zum Erben einsetzen, IX, 856 e; ἐγγυητάς, Bürgen stellen, XI, 937 b, wie Ar. Eccl. 1064; δικαστάς, Richter einsetzen, zu Richtern aufstellen, Plut. 917. Vgl. παράδειγμα, ein Beispiel aufstellen, Isocr. 2, 31; νόμους, Gesetze aufstellen, geben, Eur. Or. 890; πολιτείαν, den Staat einrichten, die Staatsverfassung ordnen, Plat. Legg. I, 640 d; τὴν δημοκρατίαν καὶ τὰ δικαστήρια Arist. pol. 2, 10; übh. einrichten, anordnen, καὶ διοικεῖν τι Plut. Pomp. 42; so auch διάπλοον καθίστασαν Aesch. Pers. 374; τὰς κόρας, die Pupillen seines Schielenden) in die richtige Lage bringen, Alexis Ath. VIII, 340 a. – d) ähnlich sind die Verbindungen εἰς μοναρχίαν αὐτόν, in die Alleinherrschaft einsetzen, Eur. Suppl. 352, εἰς ἀρχήν Lys. 12, 5. 26, 8, εἰς μείζο υς τιμάς Plat. Rep. VII, 537 d, ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isocr. 12, 134, ἐπὶ πολλῶν N. T., an welche sich der so geläufige Gebrauch ἔς τί τινα καθιστάναι reih't, in eine Lage, einen Zustand versetzen, ἐς ἀπορίαν, Plat. Soph. 238 d, ἐς φόβον, in Verlegenheit, Furcht versetzen, Thuc. 2, 81, εἰς ἀθυμίαν Plat. Legg. V, 731 a; Lys. 12, 4 u. sehr oft bei Oratt., εἰς κινδύνους, εἰς διαβολὰς καὶ εἰς κινδύνους, Lys. 13, 17; εἰς συμφοράς Isocr. 4, 113, in's Unglück bringen, stürzen; εἰς ταπεινότητα 4, 118; εἰς ἀτιμίαν 97; εἰς ἐρημίαν φίλων Plat. Phaedr. 232 d; εἰς αἰσχύνην, εἰς ὀνείδη, Soph. 230 d Menez. 246 d; εἰς φιλίαν Ep. VII, 328 d; εἰς δόξαν Euthyd. 305 d; selten ἐν ἀκινδύνῳ τοὺς φίλους καθιστᾶσι, Xen. Cyr. 4. 5, 28, wie τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Plat. Menez. 242 a. – e) εἰς δίκην τινὰ καταστῆσαι, Einen vor Gericht ziehen, anklagen, Xen. An. 5, 7, 34; εἰς ἀγῶνα περί τινος Plat. Apol. 24 c; Is. 1, 5 Dem. 24, 7 u. sonst; ἑαυτὸν εἰς κρίσιν, sich vor Gericht stellen, Thuc. 1, 131. – f) seltener ist der inf. dabei, καταστῆσαι φεύγειν, zum Fliehen bringen, Thuc. 4, 84. Häufiger aber mit einem adject., wie reddere, wozu machen, als Einen hinstellen, ψευδῆ ἐμαυτὸν τῇ πόλει οὐ καταστήσω Soph. Ant. 653; Eur. Andr. 636; τὴν εὐλογίαν φανερὰν σημείοις, durch Zeichen kund thun, Thuc. 2, 42; ὑμᾶς ἀπιστοτέρους ἐς τοὺς ἄλλους 1, 68; vgl. Xen. An. 7, 7, 23; ἐντιμότερόν τινα, d. i. mehr ehren, 6, 1, 18; ἐμὲ ἔρημον καὶ ἄπορον κατέστησεν Plat. Phil. 16 b; ἡ ἐπιθυμία ἀμνήμονά τινα καθίστησι, sie läßt ihn vergessen, Antiph. 2 α 7; βελτίω τὴν διάνοιαν Isocr. 1, 18; ἄκυρα τὰ γνωσθέντα Dem. 24, 9. Auch c. partic., κλαίοντά σε καταστήσει Eur. Andr. 636. – 2) intrans., perf. u. aor. II in denselben Verbindungen, meist geradezu als das Resultat der durch die trans. tempp. ausgedrückten Thätigkeit erscheinend, – a) hingebracht worden sein, hinkommen; καταστάντες ἐς Ῥήγιον Thuc. 3, 86; καταστάντες ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, nachdem sie zu den Regierenden gekommen waren, Her. 3, 46; vgl. ὅποι καθέσταμεν Soph. O. C. 23; ἐσσύμενοι δ' εἴσω κατέσταν Pind. P. 4, 135; καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε, er trat auf, Thuc. 4, 84, wie καταστάντες ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας ἔλεγον Her. 3, 46; in λέξον καταστάς Aesch. Pers. 287 liegt auch zugleich das Ruhige, Gefaßte; vgl. καθεστηκὸς καὶ λεῖον πνεῦμα Ar. Av. 1001, θάλασσα καθεστηκυῖα, das ruhige Meer, Pol. 22, 14, 10, κατέστη ὁ θόρυβος, der Lärm legte sich, beruhigte sich, Her. 3, 80; ἕως τὸ πρᾶγμα κατασταίη, bis die Sache abgemacht, beseitigt sei, Lys. 13, 25; μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc. Philops. 5. – So auch vom Alter, οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες Antiph. 2 α 1, ἡ καθεστῶσα ἡλικία, das mittlere Alter, οἱ καθεστηκότες, Leute von mittlerem Alter. – b) als Wächter, Posten dastehen, hingestellt worden sein, φύλαξ κατέστης Soph. O. C. 357, φυλακαὶ καθεστήκασι Ar. Av. 1161, φυλακὴ καθειστήκει Xen. An. 4, 5, 19; vgl. Plat. Rep. VI, 503 b. – c) zum König eingesetzt worden sein, in ein Amt eingetreten sein, δεσπότης ὑμῶν καθέστηκα Eur. Herc. Fur. 142, ὅταν καταστῶσιν οἱ ἄρχοντες, sobald die Archonten eingesetzt sind, ihr Amt angetreten haben, Plat. Rep. VIII, 543 b; στρατηλάτης νέος καταστάς Eur. Suppl. 1216; στρατηγοὶ καταστάντες Isocr. 4, 35; ἡ καθεστηκυῖα τιμή Dem. 34, 39. Auch ἐπεὶ εἰς τὴν βασιλείαν κατέστη, Xen. An. 1, 1, 3; von Richtern, οἱ καθεστῶτες ἐπὶ τῶν φονικῶν Plut. Rom. 20. – Bes. häufig von Gesetzen, οἱ καθεστῶτες νόμοι, die bestehenden Gesetze, Soph. Ant. 1100 Ar. Nubb. 1400 u. öfter in Prosa; auch vom Einrichten, Ordnen der Staatsangelegenheiten, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Σπαρτιήτῃσι Her. 1, 65, vgl. καταστάντων εὖ τῶν πρηγμάτων 7, 132; ἐπειδὴ δ' ἡ πόλις εἰς ἓν ἦλθε (nach der Vertreibung der Dreißig) καὶ τὰ πράγματ' ἐκεῖνα κατέστη, und die Staatsangelegenheiten geordnet waren, Dem. 20, 11. Daher τὰ καθεστῶτα häufig = die bestehende Ordnung der Dinge, Dem. 20, 17; τὰ καθεστῶτα κινεῖν, eine Umwälzung vorhaben, Neuerungen machen, Pol. 2, 21, 3 u. öfter; vgl. τό τι κινεῖν τῶν τότε καθεστώτων Plat. Legg. VII, 798 b; ἥτις ἂν καθεστηκυῖα ᾐ πολιτεία, welche Staatsverfassung gerade besteht, IV, 714 c; παρὰ τὸ καθεστὸς ἔθος, gegen die bestehende, herrschende Sitte, Plat. Tim. 46 b; Thuc. 1, 76 οὐδὲ πρῶτοι τοῦ τοιούτου ὑπάρξαντες, ἀλλ' ἀεὶ καθεστῶτος, τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι, es ist ein alter Brauch, herkömmlich, daß der Schwächere u. s. w. – d) in einen Zustand versetzt sein, in eine Lage gerathen sein; εἰς κινδύνους καταστάς Antiph. 2 γ 1, u. sonst oft; τῆς πόλεως εἰς ἀπορίαν καταστάσης Plat. Menez. 243 a; ἐν τοιαύτῃ τύχῃ Conv. 203 c; εἰς τὴν αὐτὴν τύχην Is. 2, 24; εἰς ἀγῶνά τινι Eur. Andr. 328; ἐν διαφορᾷ τινι Antiph. 1, 1; εἰς ἔχθραν πολλοῖς Plat. Polit. 308 a; εἰς ὁμόνοιαν κατέστη ἡ πόλις Lys. 18, 18; εἰς ἔλεγχον 16, 1; εἰς τοσαύτην μεταβολήν Isocr. 4, 60; ἐν μεγάλῃ δυσθυμίᾳ Pol. 1, 71, 2. – el von Processen, εἰς κρίσιν Aesch. 1, 192, εἰς ἀγῶνα Andoc. 1, 33. – f) wozu gemacht sein, dastehen als, τοῖς οἴκοθεν φίλοις ἐχθρὰ καθέστηκα Eur. Med. 507, δυστυχής Andr. 386, φονέα μέ φησι Λαΐου καθεστάναι, er sagt, ich stehe da als Mörder, sei der Mörder, Soph. O. R. 703; ὅς οἱ ἀντιστασιώτης κατεστήκεε Her. 1, 192; οἱ μὲν ἰητροὶ ὀφθαλμῶν κατεστέασι 2, 84; καταστῆναι πάντων τῶν καλῶν σωμάτων ἐραστήν Plat. Conv. 210 b; bei Sp. καθίσταται = γίγνεται, S. Emp. adv. log. 1, 130, καθεστάναι = εἶναι, ib. 50 u. oft; ὅσου κατέστη, wie viel es kostete, Plut. glor. Ath. 6. – 3) med., sich stellen, für sich hinstellen, einrichten, in denselben Verbindungen, ἀεὶ εἰς τὸ ὄπισθεν καθίσταντο κάλλιστα, sie stellten sich immer hinter ihn, Plat. Prot. 315 b; – πολιτείαν κατεστήσατο, er richtete den Staat ein, Isocr. 4, 39; τύραννον καταστησάμενοι παρὰ σφίσι αὐτοῖσι Her. 5, 92; ἐπειδὰν καταστήσησθε τοὺς ἄρχοντας Xen. An. 3, 1, 39; Pol. 9, 29, 10 u. sonst oft; – φρούρημα γῆς καθίσταμαι Aesch. Eum. 676; κρυφαῖον ἔκπλο υν, unternehmen, Pers. 377; – καθίστασθαι εἰς τὴν τάξιν Xen. An. 1, 8, 3, ἐπὶ τὸ ἐπιμελεῖσθαι 5, 9, 22, φύλακας 4, 5, 21; νόμον Ar. Eccl. 1041; εἰς πόλεμον τινὰ καὶ μάχην Eur. Herc. Fur. 1168; εἰς κινδύνους Andoc. 1, 3; – ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο Soph. Ant. 431; ἔμφρων μόλις πως ξὺν χρόνῳ καθίσταται Ai. 299; oft wie die intrans. tempp. zu fassen; – fut. med. für pass., Xen. An. 1, 3, 9.