Περσίς

From LSJ
Revision as of 12:14, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "( " to "(")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Περσίς Medium diacritics: Περσίς Low diacritics: Περσίς Capitals: ΠΕΡΣΙΣ
Transliteration A: Persís Transliteration B: Persis Transliteration C: Persis Beta Code: *persi/s

English (LSJ)

Περσίδος, pecul. fem. of Περσικός, Persian, A.Pers.59 (anap.), Th.1.138;
A χώρη Hdt.3.97, al.
II as substantive,
1 (sc. γῆ), Persis, Persia, Str.15.3.1, etc.
2 (sc. γυνή) Persian, Persian woman, X.Cyr.8.5.21, etc.
3 (sc. χλαῖνα) Persian cloak, Ar.V.1137.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de Perse, persan, persique ; Περσὶς χώρη HDT ou simpl.Περσίς, la Perse (auj. Fars ou Farsistan) ; ἡ Περσίς (γυνή) femme de Perse, Persane;
NT: Περσίδος (ἡ) Persis, chrétienne de Rome
Πέρσης 2].
Étymologie: Πέρσης².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Περσίς -ίδος [Πέρσης: Pers] Perzisch. subst. ἡ Περσίς Perzië (sc. γῆ); Perzische vrouw (sc. γυνή); Perzische mantel (sc. χλαῖνα).

Russian (Dvoretsky)

Περσίς: Περσίδος (ῐδ) adj. f персидская (χώρη Her.).
Περσίδος ἡ
1) (sc. γῆ) Персида (приблиз. нын. Фарсистан в Иране Xen., Plat.);
2) (sc. γυνή) персиянка Aesch., Xen.;
3) (sc. χλαῖνα) персидская одежда Arph.

English (Strong)

a Persian woman; Persis, a Christian female: Persis.

English (Thayer)

(literally, 'a Persian woman'), ἡ, accusative Περσίδα, Persis, a Christian woman: Romans 16:12.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
1. (ως επίθ.) περσική (α. «Περσὶς δὲ χώρη», Ηρόδ.
β. «τῆς Περσίδος γλώσσης», Θουκ.)
2. ως ουσ. α) η Περσίδα, η κάτοικος της Περσίας, αυτή που κατάγεται από την Περσία
β) η Περσία
αρχ.
ως ουσ. περσικό ένδυμα, ιμάτιο («οἱ μὲν καλοῦσι Περσίδ' οἱ δὲ καννάκην», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πέρσης + επίθημα -ίς].

Greek Monotonic

Περσίς: -ίδος, θηλ. του Περσικός·
I. Περσικός, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. ως ουσ.,
1. (ενν. γῆ), η Περσία, το σημερινό Ιράν.
2. (ενν. γυνή), η γυναίκα από την Περσία, σε Ξεν.
3. (ενν. χλαῖνα), ο περσικός μανδύας, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

Περσίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ Περσικός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 59, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) (ἐξυπακ. τοῦ γῆ), ἡ Περσία, νῦν Farsistan, Ἡρόδ. 3. 97, κτλ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), γυνὴ ἐκ Περσίας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 21, κτλ. 3) (δηλ. χλαῖνα), Περσικὸν ἐπανωφόριον, Ἀριστοφ. Σφ. 1137. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 358.

Middle Liddell

Περσίς, ίδος, [fem. of Περσικός
I. Persian, Aesch., etc.
II. as substantive, (.] (sub. γῆ), Persis, Persia, now Farsistan, Hdt.
2. (sub. γυνή), a Persian woman, Xen.
3. (sub. χλαῖνἀ, a Persian cloak, Ar.

Chinese

原文音譯:Pers⋯j 胚而西士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:彼息氏
字義溯源:彼息氏;羅馬城一女信徒,保羅在書信中對她稱讚並問安( 羅16:12)。字義:波斯國的
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 彼息氏(1) 羅16:12