ἑστίασις

From LSJ
Revision as of 11:33, 15 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστίᾱσις Medium diacritics: ἑστίασις Low diacritics: εστίασις Capitals: ΕΣΤΙΑΣΙΣ
Transliteration A: hestíasis Transliteration B: hestiasis Transliteration C: estiasis Beta Code: e(sti/asis

English (LSJ)

ἑστιάσεως, ἡ,
A feasting, banqueting, entertainment, Th.6.46 (pl.), Pl.R. 612a (pl.), D.19.234; λόγων ἑστίασις = a banquet of speeches, Pl. Ti.27b; ἑστίασις συμφορητός = ἔρανος, Arist.Pol.1286a29.
II public dinner given by a citizen to his fellow-citizens, as a λειτουργία, ib.1321a37.

German (Pape)

[Seite 1044] ἡ, das Bewirten, das Geben eines Schmauses, der Schmaus, Thuc. 6, 46; Plat. Rep. I, 352 b; Dem. 19, 234, was 235 erkl. wird τοὺς παρὰ τοῦ Φιλίππου πρέσβεις ἐξένισα; auch übertr., τὴν τῶν λόγων ἑστ. Plat. Tim. 27 b; Plut. – In Athen eine Liturgie, die Speisung der Stammgenossen.

French (Bailly abrégé)

ἑστιάσεως (ἡ) :
action de donner un repas, festin.
Étymologie: ἑστιάω.

Russian (Dvoretsky)

ἑστίᾱσις: ἑστιάσεως ἡ
1 угощение, пиршество Thuc., etc.: ἑ. συμφορητός Arst. (= ἔρανος) обед вскладчину; ἑστίασιν ἑστιᾶν Luc. давать званый пир, угощать; ἡ τῶν λόγων ἑ. Plat. приятная беседа;
2 пир, устраиваемый для членов своей филы (вид λειτουργία в Афинах) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστίᾱσις: ἑστιάσεως, ἡ, τό ἑστιᾶν τινα, φιλεύειν, συμπόσιον, εὐωχία, Θουκ. 6. 46, Πλάτ. Πολ. 612Α, κ. ἀλλ.· λόγων ἑστ., συμπόσιον λόγων, Πλάτ. Τίμ. 27Β· ἑστ. συμφορητός, δι’ ἐράνου, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 7. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, μία τῶν τακτικῶν λειτουργιῶν, δημόσιον συμπόσιονγεῦμα διδόμενον ὑπό πολίτου εἰς τούς συμφυλέτας αὑτοῦ, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 6, πρβλ. Böckh P. Ε. 2. 221· ἴδε ἑστιάτωρ, ἑστιάω, ἴδε Λεξικ. Ἑλλ. Ἀρχαιολ. Α. Ρ. Ραγκαβῆ, ἔκδ. Α. Κωνσταντινίδου.

Greek Monotonic

ἑστίᾱσις: ἑστιάσεως, ἡ, συμπόσιο, συνεστίαση, περιποίηση φιλοξενουμένων, σε Θουκ., Πλάτ.

Middle Liddell


a feasting, banqueting, entertainment, Thuc., Plat. [from ἑστιάω

Spanish > Greek

entretenimiento, diversión, espectáculo