κτυπέω

Revision as of 06:45, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ep. Iterat.
A κτυπέεσκον Q.S.9.135: aor. 1 ἐκτύπησα E. Ph.1181, Arr.Tact.40.6; poet. κτύπησα S.OC1606, E.Or.1467 (lyr.): Ep. aor. 2 ἔκτῠπον Il.8.75, al., S.OC1456 (lyr.), κτύπον Il.8.170:—Pass., v. infr.: (κτύπος):—crash, as trees falling, μεγάλα κτυπέουσαι πῖπτον Il.23.119; freq. of thunder, Ζεὺς ἔκτυπε 8.75, cf. 7.479, Od.21.413, etc.; ἔκτυπεν αἰθήρ S.OC1456 (lyr.); of the sea, Pl.R. 396b.
2 ring, resound, κτυπέει δέ θ' ὑπ' αὐτοῦ ὕλη (sc. χειμάρρου) Il.13.140; ἀμφὶ δ' ἐκτύπουν πέτραι rang with the cries of Heracles, S.Tr.787; Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κ. E.Cyc.328; δρομήμασιν Id.Med.1180; τοῖν ποδοῖν κ. stamp loudly with... Ar.Ec.545, cf. Gal.7.60; εἰ… ἐμπεσὸν [δόρυ] τῷ θυρεῷ κτυπήσειε Arr.l.c.; σιδηρῷ ὑποδήματι Luc.Salt.83: c. acc. cogn., φόβον κτυπεῖν, like κλάζειν Ἄρη, E.Rh.308.
II causal, make to ring or resound, χθόνα Hes.Sc.61; τύμπανα Opp.C.4.247: c. dupl. acc., κτύπησε κρᾶτα… πλαγάν (v.l. πλαγᾷ) made it ring with a blow, E.Or. l. c.: metaph., κ. ἐν τοῖς συμβουλευτικοῖς τόποις τὰς ὀνομασίας Phld.Rh.1.208 S.:—Pass., resound, Ar.Pl.758, Th.995 (lyr.); κτυπηθῆναι τὰ ὦτα Philostr.VA6.26.

German (Pape)

[Seite 1520] aor. II. ἔκτυπον (vgl. γδουπέω), durch Schlagen, Stampfen laut ertönen, krachen, prasseln; Il. 13, 140. 23, 119, von dem Niederkrachen der abgebrochenen Baumäste; oft vom Donnern des Zeus, σμερδαλέα κτυπέων, Il. 7, 479. 17, 595 Od. 21, 413, wie ἔκτυπεν αἰθήρ Soph. O. C. 1456; ἀμ φὶ δ' ἐκτύπουν πέτραι Tr. 784; κτυπεῖ δόμος κλῄθρων λυθέντων Eur. Hel. 865; κτυποῦσα τοῖν ποδοῖν Ar. Eccl. 545, u. öfter vom Wiederhall; auch pass., Plut. 758 Th. 945; θάλατταν κτυποῦσαν, das brausende Meer, Plat. Rep. III, 396 b. – Auch trans., χθόνα δ' ἔκτυπον ὠκέες ἵπποι, νύσσοντες χήλῃσι, sie ließen die Erde erdröhnen, Hes. Sc. 61; κτύπησε κρᾶτα μέλεον πλαγάν, er schmetterte auf das Haupt einen Schlag, Eur. Or. 1467; anders πολλοῖσι σὺν κώδωσιν ἐκτύπει φόβον, er jagte Furcht ein, Rhes. 308.

French (Bailly abrégé)

κτυπῶ :
f. κτυπήσω, ao. ἐκτύπησα, ao.2 ἔκτυπον;
1 intr. faire du bruit en frappant, en tombant, résonner, retentir : Ζεὺς ἔκτυπε IL Zeus a fait retentir le tonnerre;
2 tr. frapper avec bruit, faire retentir ; Pass. être frappé avec bruit, résonner, retentir.
Étymologie: DELG croisement entre γδουπέω et τύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτυπέω [κτύπος] poët. aor. ook κτύπησα en κτύπον, ep. aor. ook ἔκτυπον; zelden in proza dreunen, donderen, bulderen, vaak van onweer:. ἔκτυπεν αἰθήρ de hemel donderde Soph. OC 1456; ταὶ δὲ μεγάλα κτυπέουσαι πῖπτον zij (bomen) vielen met luid gedreun om Il. 23.119; θάλαττα κτυποῦσα de bulderende zee Plat. Resp. 396b. galmen, weerklinken:. ἀμφὶ δ’ ἐκτύπουν πέτραι rondom galmden de rotsen Soph. Tr. 787; ἅπασα... στέγη πυκνοῖσιν ἐκτύπει δραμήμασιν heel het huis weergalmde door voortdurende voetstappen Eur. Med. 1180. stampen:. τῶν τῷ σιδηρῷ ὑποδήματι κτυπούντων van de mensen die met een ijzeren schoen stampen (om de maat aan te geven) Luc. 45.83. doen weerklinken:. κτύπησε κρᾶτα πλαγάν zij sloeg dreunend op haar hoofd Eur. Or. 1467.

Russian (Dvoretsky)

κτῠπέω: (aor. 1 ἐκτύπησα - Trag. κτύπησα, aor. 2 ἔκτῠπον - эп. κτύπον)
1 трещать или грохотать (αἱ δρῦς κτυπέουσαι πῖπτον Hom.);
2 греметь (Ζεὺς ἔκτυπε Hom.);
3 шуметь, гудеть (θάλαττα κτυποῦσα Plat.; ἀμφὶ δ᾽ ἐκτύπουν πέτραι Soph.);
4 громко стучать (τοῖν ποδοῖν Arph.);
5 заставлять гудеть (χθόνα Her.);
6 шумом нагонять (φόβον Eur.);
7 громко ударять (κρᾶτα πλαγᾷ - v.l. πλαγάν Eur.);
8 pass. раздаваться (κτυπεῖται Κιθαιρώνιος ἠχώ Arph.).

English (Autenrieth)

aor. ἔκτυπε: crash, thunder; of falling trees, the bolts of Zeus.

Greek Monotonic

κτῠπέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐκτύπησα, ποιητ. κτύπησα· Επικ. αορ. βʹ ἔκτῠπον και κτύπον· (κτύπος
I. 1. χτυπώ, συγκρούομαι, λέγεται για δένδρα που πέφτουν, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον κεραυνό, σε Όμηρ., Σοφ.
2. κουδουνίζω, αντηχώ, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. μτβ., κάνω κάτι να κουδουνίσει ή να αντηχήσει, χθόνα· με διπλή αιτ., κτύπησε κρᾶτα πλαγάν, έκανε μ' ένα χτύπημα το κεφάλι να «κουδουνίσει», σε Ευρ.· απ' όπου πάλι στην Παθ., κουδουνίζω, αντηχούμαι, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κτυπέω: ἀόρ. α΄ ἐκτύπησα Εὐρ. Φοίν. 1181, ποιητ. κτύπησα Σοφ. Ο. Κ. 1606, Εὐρ. Ὀρ. 1467· Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἔκτῠπον (ὅπερ μιμεῖται ὁ Σοφ. Ο. Κ. 1456), καὶ κτύπον Ἰλ. ― Παθ., ἴδε κατωτ.· (κτύπος). Παταγῶ, κροτῶ ὡς τὰ πίπτοντα δένδρα, μέγα κτυπέουσαι πῖπτον Ἰλ. Ψ. 119, πρβλ. Ν. 140· συχνάκις ἐπὶ βροντῆς, Ζεὺς ἔκτυπε Θ. 75, πρβλ. Η. 479, Ὀδ. Φ 413, κτλ.· οὕτω, ἔκτυπεν αἰθὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1456· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλάτ. Πολ. 396Β. 2) κροτῶ, ἀντηχῶ, κτυπέει δέ τ’ ὑπ’ αὐτοῦ ὕλη, «ἠχεῖ δὲ ὑπ’ ἀυτοῦ (δηλ. τοῦ χειμάρρου) ὁ δρυμὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 140· ἀμφὶ δ’ ἐκτύπουν πέτραι, ἀντήχουν ἐν τῶν κραυγῶν τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ Τρ. 787· κτ. Διὸς βρονταῖσιν Εὐρ. Κύκλ. 328· δρομήμασιν ὁ αὐτ. ἐν Μήδ. 1180· τοῖν ποδοῖν κτ., κροτεῖν ἠχηρῶς διὰ τῶν ποδῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 545· σιδηρῷ ὑποδήματι Λουκ. π. Ὀρχ. 83· ― σπανίως ἐπὶ προσώπων, πάντες... μετὰ χαρᾶς κτυπήσατε, βοήσατε, Κωμ. Ἀνώνυμ. 362· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., φόρον κτυπεῖν, ὡς τὸ κλάζειν Ἄρη, Εὐρ. Ρῆσ. 308. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω νὰ ἠχήσῃ ἢ νὰ ἀντηχήσῃ τι, χθόνα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 61· μετὰ διπλῆς αἰτιατ., κτύπησε κρᾶτα... πλαγάν, ἔκαμε νὰ κροτήσῃ διὰ τῆς πληγῆς, ἢ κατήνεγκεν ἠχηρὸν κτύπημα κατὰ τῆς κεφαλῆς, Εὐρ. Ὀρ. 1467 (ἀλλὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι: πλαγᾷ)· ― ἐντεῦθεν πάλιν ἐν τῷ πληθ., κροτῶ, ἀντηχῶ, Ἀριστοφ. Πλ. 758, Θεσμ. 995· κτυπηθῆναι τὰ ὦτα Φιλόστρ. 266.

Middle Liddell

κτύπος
I. to crash, of trees falling, Il.; of thunder, Hom., Soph.
2. to ring, resound, echo, Il., etc.
II. Causal, to make to ring or resound, χθόνα; c. dupl. acc., κτύπησε κρᾶτα πλαγάν made the head ring with a blow, Eur.: —hence again in Pass. to ring, resound, Ar.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=χτυπῶ). Ἀπό τό κτύπος πού παράγεται ἀπό τό τύπτω μέ προθεματικό κ.
Παράγωγα: κτύπημα, κτυπητής.