τοσόσδε

Revision as of 22:10, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")

English (LSJ)

Ep. τοσσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε,
A = τόσος in all senses, but like τοσοῦτος with stronger demonstr. sense: Hom. has both common and Ep. forms (Il.2.120, Od.5.100), but not so freq. as τόσος or τόσσος, while in Att. τοσόσδε and τοσοῦτος are the regul. forms, the latter being most freq. in Prose:—in Ep., τοιόσδε τοσόσδε τε joined, Il. l. c.:—τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι Pl.R.457e; ἀλλά μοι ἔτι τ. εἰπέ ib.330d, cf. Hdt. 1.13, etc.; and with Art., τὸ δὲ τ. οἶδα, ὅτι . . Pl.Lg. 672b: c. inf., τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν περιθεῖεν τείσασθαι μνηστῆρας sufficient to punish... Od.3.205: with an answering ὅσσος, Il.14.94, 18.430: τοσοίδε ὄντες being so many only, i.e. so few, X.An.2.4.4.
II neut. τοσόνδε, Ep. τοσσόνδε, as adverb, so very, so much, Od.21.253; followed by ὅσσον, Il.22.41: also in Trag. (not in E.), S.El. 403, etc.; τοσόνδε ὅσον . . A.Th.772 (lyr.), etc.; τοσόνδε ὥστε . . S.Aj.1335: of time, so long, τοσόνδε ὅσον περ . . A.Ag.860; ἐς τ. S.OT1212 (lyr.); τοσσάδε Pi.O.1.116.
2 as substantive, ἐς τοσόνδε τοῦ χρόνου S.El. 961, cf. 14; τὸ τοσόνδε quantity, Arist.Ph.224b6.

German (Pape)

[Seite 1131] ep. auch τοσσόσδε, = τόσος mit verstärkter demonstr. Bedeutung; bei Hom. seltener als τόσος, bei den Att. häufiger; mit entsprechendem ὅσος, Il. 14, 94. 18, 340; c. inf., so tüchtig, so stark, Etwas auszuführen, Od. 2, 305; Tragg. und in Prosa; ἕτερον τοσόνδε, eben so groß, eben so viel, Her. 2, 149; auch so wenige, τοσοίδε ὄντες, Xen. An. 2, 4, 4; τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι, Plat. Rep. V, 457 e, und öfter, wie Folgende; – τοσόνδε, ep. τοσσόνδε, adverbial, so sehr, in so sehr hohem Grade, Il. 22, 41 Od. 21, 253.

French (Bailly abrégé)

τοσήδε, τοσόνδε;
tout juste aussi grand, aussi fort, aussi nombreux ; aussi petit, aussi faible, aussi peu nombreux ; avec un inf. : assez fort pour ; subst. τοσόνδε τόλμης SOPH une telle hardiesse ; ἐς τοσόνδε τοῦ χρόνου SOPH aussi longtemps ; τοσοίδε aussi nombreux, càd en aussi grand nombre ou en aussi petit nombre ; adv. • τοσόνδε tout autant ; avec idée de temps ἐς τοσόνδε SOPH jusqu'à ce point, tout autant, aussi longuement.
Étymologie: τόσος, -δε.

Russian (Dvoretsky)

τοσόσδε: τοσήδε, τοσόνδε, эп. τοσσόσδε 3 столь (же) (не)большой (великий), такой (же) (не)значительный, столь (же) (не)многочисленный: πελτασταὶ τοσοίδε Xen. столько пельтастов; ἀνὴρ τ. τῷ χρόνῳ Plat. человек такого же возраста; τοσοίδε ὄντες Xen. будучи в таком (небольшом) количестве - см. тж. τοσόνδε.

Greek (Liddell-Scott)

τοσόσδε: Ἐπικ. τοσσόσδε, ήδε, όνδε, = τόσος, ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις, ἀλλ’, ὡς τὸ τοσοῦτος, ἔχει ἰσχυροτέραν δεικτικὴν σημασίαν· ὁ Ὅμηρος ἔχει τόν τε κοινὸν καὶ τὸν Ἐπικ. τύπον, ἀλλ’ οὐχὶ τοσοῦτον συχν. ὅσον τὸ τόσοςτόσσος, ἐν ᾧ παρ’ Ἀττικ. τὸ τοσόσδε ἢ τοσοῦτο εἶναι οἱ συνήθεις τύποι, μάλιστα δὲ οἱ δεύτεροι εἶναι συχνότατοι παρὰ τοῖς πεζογράφοις· - παρὰ τοῖς Ἐπικ. συνάπτονται τὰ δύο, τοιόσδε τοσόσδε τε, ἴδε τοιόσδε· - τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι Πλάτ. Πολ. 457Ε· ἀλλά μοι ἔτι τ. εἰπὲ αὐτόθι 330D, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 13, κλπ.· καὶ μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ δὲ τ. οἶδα, ὅτι..., Πλάτ. Νόμ. 672Β· - μετὰ συσχετικοῦ ἀναφορικοῦ ὅσος, τοσσοίδ’ ὅσσοισιν σὺ μετ’ Ἀργείοισιν ἀνάσσεις Ἰλ. Ξ. 94, Σ. 430· παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 2. 4. 4, τοσοίδε ὄντες, μόνον τόσοι, δηλ. τόσοι ὀλίγοι. ΙΙ. οὐδ. τοσόνδε, Ἐπικ. τοσσόνδε, ὡς Ἐπίρρ., αἴθε θεοῖσι φίλος τοσσόνδε γένοιτο, ὅσσον ἐμοὶ Ἰλ. Χ. 41, Ὀδ. Φ. 253· ὡσαύτως παρὰ τοῖς Τραγικ., Σοφ. Ἠλ. 403, κλπ.· τ. ὅσον... Αἰσχύλ. Θήβ. 772, Σοφ., κλπ.· τ. ὥστε... ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1335· - ἐπὶ χρόνου, τόσον μακρός, τ. ὅσον περ... Αἰσχύλ. Ἀγ. 860· ἐς τ. Σοφ. Ο. Τ. 1212· τοσσάδε Πινδ. Ο. 1. 184. 2) ὡς οὐσιαστ., τοσόνδ’ ἔχεις τόλμης...; Σοφ. Ο. Τ. 532· ἐς τοσόνδε τοῦ χρόνου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 961, πρβλ. 14· τὸ τοσόνδε, ἡ ποσότης, Ἀριστ. Φυσ. 5. 1, 4.

English (Autenrieth)

-ήδε, -όνδε = τόσος, but properly deictic, referring to something present or near.—Adv., το (ς) σόνδε.

Greek Monolingual

και επικ. τ. τοσσόσδε, -ήδε, -όνδε, Α
1. τόσος ακριβώς ή τόσος περίπου (α. «τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι», Πλάτ.
β. «τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. εν. ως ουσ. τo τοσ(σ)όνδε
η ποσότητα
3. (το ουδ. με γεν. ως ουσ.) τόσο μέρος, τόσο τμήμα («εἰς τοσόνδε τοῦ χρόνου», Σοφ.)
4. (η αιτ. εν. ουδ. ως επίρρ.) τοσ(σ)όνδε
τόσο
5. (σχετικά με χρόνο) τόσο πολύ («τοσόνδ' ὅσονπερ οὗτος ἦν ὑπ' Ἰλίῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε (Ι) (πρβλ. ὅδε). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή tosode].

Greek Monotonic

τοσόσδε: Επικ. τοσσόσ-δε, -ήδε, -όνδε·
I. = τόσος, με όλες τις σημασίες, σε Όμηρ.· με απαρ., τόσο δυνατός, τόσο ικανός να κάνει ένα πράγμα, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. ουδ. τοσόνδε Επικ. τοσσόνδε, ως επίρρ., τόσο πολύ, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για χρόνο, τόσο μακρύς, σε Αισχύλ.
2. ως ουσ., τοσόνδ' ἔχεις τόλμης, σε Σοφ.

Middle Liddell

= τόσος in all senses, Hom.]
I. c. inf. so strong, so able, to do a thing, Od.
II. neut. τοσόνδε, epic τοσσόνδε, as adv. so very, so much, Hom., etc.; of time, so long, Aesch.
2. as substantive, τοσόνδ' ἔχεις τόλμης Soph.

English (Woodhouse)

so big, so great, so large