κλέμμα

From LSJ
Revision as of 06:38, 30 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλέμμα Medium diacritics: κλέμμα Low diacritics: κλέμμα Capitals: ΚΛΕΜΜΑ
Transliteration A: klémma Transliteration B: klemma Transliteration C: klemma Beta Code: kle/mma

English (LSJ)

-ατος, τό, (κλέπτω)
A thing stolen, E.Hec.618, Arist.Pr.952a19; money equivalent of thing stolen, τὸ κλέμμα ἐκτείσας διπλοῦν Pl.Lg.857b, cf. Foed.Delph.Pell.2A14, IG5(1).1390.77 (Andania, i B.C.).
2 theft, S.Ichn.67 (pl., lyr.), Ar.Eq.1203, Str.15.1.53.
II stratagem in war, Th.5.9; fraud, D.18.31, Aeschin.3.100; κλέμμα ἐρωτικόν = clandestine amour, Ael.NA1.2, cf. AP5.17 (Rufin.).

German (Pape)

[Seite 1448] τό, das heimlich Entwendete, Gestohlene, der Diebstahl, Eur. Hec. 618; τὸ κλ. ἐκτίσας διπλοῦν Plat. Legg. IX, 857 b, wie ἔκτισις κλεμμάτων Dem. 24, 113; Thuc. 5, 9; Aesch. 3, 100. – Übh. versteckte, listige Handlung, List, Betrug, Dem. 18, 31. – Auch heimliche Liebeshändel heißen κλέμματα, Rufin. 1 (V, 18); vgl. Ael. N. A. 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 vol, larcin;
2 p. ext. fourberie, ruse ; particul. ruse de guerre, stratagème.
Étymologie: κλέπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλέμμα -ατος, τό [κλέπτω] gestolen goed:. τὸ κλέμμα ἐκτείσας διπλοῦν ἀπαλλαττέσθω τῶν δεσμῶν wie het dubbele heeft betaald van het gestolen goed, moet vrij zijn van gevangenisstraf Plat. Lg. 857b. diefstal, bedrog; milit. krijgslist:. τὰ κλέμματα ταῦτα καλλίστην δόξαν ἔχει die krijgslisten brengen de fraaiste roem Thuc. 5.9.5.

Russian (Dvoretsky)

κλέμμα: ατος τό κλέπτω
1 воровство, кража: τὸ μὲν νόημα τῆς θεοῦ, τὸ δὲ κ. ἐμόν Arph. замысел принадлежит богине, а (самая) кража - мне;
2 уворованная вещь, украденное: τὸ κ. ἐκτίνειν διπλοῦν Plat. уплатить двойную стоимость украденного;
3 военная хитрость, диверсия Thuc., Plut.;
4 обман Dem., Plut.;
5 любовная интрижка Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κλέμμα: τό, (κλέπτω) πρᾶγμα κλαπέν, «κλεμμένον», κλοπιμαῖον, Ἀριστ. Προβλ. 29. 14, 1. 2) κλοπή, Εὐρ. Ἑκ. 618, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1203, Πλάτ. Νόμ. 857Β. ΙΙ. στρατήγημα ἐν πολέμῳ, Θουκ. 5. 9· ἀπάτη, Δημ. 236. 2, Αἰσχίν. 68. 1 καὶ 10· κλ. ἐρωτικόν, κρυφία ἐρωτικὴ πρᾶξις, Αἰλ. π. Ζ. 1. 2.

English (Strong)

from κλέπτω; stealing (properly, the thing stolen, but used of the act): theft.

English (Thayer)

κλέμματος, τό (κλέπτω);
a. thing stolen (Aristotle).
b. equivalent to κλοπή theft, i. e. the act committed (Euripides, Aristophanes, others): plural Revelation 9:21.

Greek Monolingual

κλέμμα, τὸ (AM) κλέπτω
αυτό που έχει κλαπεί, το κλεμμένο, το κλοπιμαίο («κλέμματα πλειόνων ἤ διακοσίων δραχμῶν», Στράβ.)
αρχ.
1. κλοπή, κλεψιά («τὸ δὲ κλέμμ' ἐμόν», Αριστοφ.)
2. στρατήγημα σε πόλεμο («τὰ κλέμματα ταῦτα καλλίστην δόξαν ἔχει», Θουκ.)
3. δόλος, απάτη
4. κρυφή ερωτική πράξη
5. τα χρήματα που αντιστοιχούν σε κλεμμένο πράγμα («τὸ κλέμμα ἐκτείσας διπλοῦν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

κλέμμα: -ατος, τό (κλέπτω
I. κλοπιμαίο, σε Ευρ., Αριστοφ.
II. στρατήγημα, τέχνασμα στον πόλεμο, σε Θουκ.· απάτη, σε Δημ., Αισχίν.

Middle Liddell

κλέμμα, ατος, τό, κλέπτω
I. a theft, Eur., Ar.
II. a stratagem in war, Thuc.: a fraud, Dem., Aeschin.

Chinese

原文音譯:klšmma 克練馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:蓋(果效) 相當於: (גָּנַב‎)
字義溯源:竊取,偷竊,竊物;源自(κλέπτω)*=偷竊)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 偷竊(1) 啓9:21

English (Woodhouse)

trick, something stolen

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)