προήγορος
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
English (LSJ)
ὁ, (ἀγορά)
A one who speaks in behalf of others, defender, advocate, LXX 2 Ma.7.2, Poll.2.126, Them.Or.26.326a, etc.; π. τῆς πατρίδος, τοῦ ἔθνους, OGI567.12 (Attalia, ii A.D.), 528.3 (Prusias, ii A.D.).
II Dor. προάγορος [ᾱ], a magistrate at Catana, Cic. Verr.4.23.50.
German (Pape)
[Seite 723] ὁ, der zuerst, vor Anderen od. für Andere Sprechende, der Anwalt, Vertheidiger, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
magistrat, à Catane.
Étymologie: πρό, ἀγορεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προήγορος -ου, ὁ [προαγορεύω] advocaat.
Greek Monolingual
δωρ. τ. προάγορος, ό, Α
1. αυτός που αγορεύει υπέρ άλλου στο δικαστήριο, συνήγορος, υπερασπιστής
2. (στον δωρ. τ.) ὁ προάγορος
ονομασία ενός άρχοντα στην Κατάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ, συν-ήγορος)].
Greek Monotonic
προήγορος: ὁ (ἀγορά), αυτός που μιλά υπέρ των άλλων, συνήγορος.
Greek (Liddell-Scott)
προήγορος: ὁ, (ἀγορά), ὁ ἀγορεύων ὑπὲρ ἄλλων, συνήγορος, ὑπερασπιστής, Πολυδ. Βϳ, 126, Θεμίστ. 326Α, κτλ. ΙΙ. Δωρ. προάγορος [ᾱ], ἄρχων τις ἐν Κατάνῃ, Cic. Verr. 4. 23.
Middle Liddell
προ-ήγορος, ὁ, ἀγορά
one who speaks in behalf of others, an advocate.
Translations
advocate
Albanian: avokat; Arabic: محامي, محامية; Armenian: փաստաբան, իրավաբան; Belarusian: адвакат; Bulgarian: адвокат, адвокатка; Catalan: advocat; Chechen: юрист; Crimean Tatar: advokat; Czech: obhájce, advokát, právník, právnička; Danish: advokat; Dutch: advocaat, advocate, verdediger, verdedigster; Esperanto: advokato; Finnish: puolestapuhuja; French: avocat, avocate; Galician: avogado, avogada; Georgian: ადვოკატი; German: Rechtsanwalt, Rechtsanwältin, Verteidiger; Greek: συνήγορος; Ancient Greek: ἀγοραῖος, ἀρωγός, δικαιολόγος, δικηγόρος, δικήγορος, δικογράφος, δικολέκτης, δικολόγος, δικοτέχνης, ἐκβιβαστής, ἔκδικος, ξύνδικος, ξυνήγορος, παράκλητος, πρόδικος, προήγορος, ῥητὴρ δικῶν, συνάγορος, σύνδικος, συνήγορος, σχολαστικός; Hebrew: סנגור; Ido: advokato; Indonesian: pengacara, advokat; Irish: abhcóide; Italian: avvocato, avvocata; Khmer: ស្មាក្ដី; Ladin: aucat; Latin: cognitor, advocatus; Macedonian: адвокат; Malayalam: വക്കീല്, അഭിഭാഷകന്; Maltese: avukat, avukatessa; Maori: kaitautoko; Middle English: oratour; Polish: adwokat, adwokatka, obrońca; Portuguese: advogado, advogada; Russian: адвокат, защитник, защитница; Slovene: zagovornik, zagovornica; Spanish: abogado, abogada; Swedish: advokat; Tagalog: abogado; Tamil: வக்கீல்; Tocharian B: weñmo; Volapük: lavogan, hilavogan, jilavogan