χαλκόπους

From LSJ
Revision as of 07:29, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόπους Medium diacritics: χαλκόπους Low diacritics: χαλκόπους Capitals: ΧΑΛΚΟΠΟΥΣ
Transliteration A: chalkópous Transliteration B: chalkopous Transliteration C: chalkopous Beta Code: xalko/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, with feet of bronze, τρίπους E.Supp.1197; ὀδός, founded on bronze, S.OC57 (expld. by Sch. with ref. to copper-mines): in Hom. of horses, to express the solid strength of their hoofs, χαλκόποδ' ἵππω Il.8.41; ταῦροι Pherecyd.112J.; χ. Ἐρινύς, to express her untiring pursuit, S.El.491 (lyr.); of Empedocles, with bronze slippers, Luc.DMort.20.4.

German (Pape)

[Seite 1331] -πουν, gen. -ποδος, erzfüßig; τρίπους Eur. Suppl. 1196; mit ehernen Füßen. oder Hufen, Beiwort des Rosses, Il. 8, 41. 13, 23; Ἐρινύς, mit ehernem, festem Tritt, Soph. El. 482; auch ὁδός, O. C. 57.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. -ποδος
1 aux pieds d'airain ; fig. infatigable;
2 aux chaussures d'airain ; aux sabots ferrés d'airain;
3 au sol d'airain.
Étymologie: χαλκός, πούς.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόπους: 2, gen. ποδος
1 медноногий (τρίπους Eur.); перен. неутомимый (ἵππω Hom.; Ἐρινύς Soph.);
2 обутый в медную обувь (Ἐμπεδοκλῆς Luc.);
3 служащий медным основанием: χ. ὀδός Soph. медный порог.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας ἐκ χαλκοῦ, τρίπους Εὐρ. Ἱκ. 1196· ― παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ἵππων, εἰς δήλωσιν τῆς μεγάλης ἰσχύος τῶν ὁπλῶν αὐτῶν, χαλκόποδ’ ἵππω, ἔχοντες χαλκίνους πόδας, χαλκίνας ὁπλάς, Ἰλ. Θ. 41, Ν. 23· χ. Ἐρινύς, εἰς δήλωσιν τῆς ἀκαταπονήτου ὑπ’ αὐτῶν καταδιώξεως, Σοφ. Ἠλ. 491· ἐπὶ τοῦ Ἐμπεδοκλέους ὡς φέροντος χαλκᾶ πέδιλα, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4· ― ἐν Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 57, χαλκόπους ὁδός, σημαίνει ἁπλῶς οὐδὸν (κατώφλιον) ἐκ χαλκοῦ, πρβλ. 1591.

Greek Monolingual

και χαλκεόπους, -ουν, Α
1. αυτός που έχει χάλκινα πόδια
2. αυτός που φορεί χάλκινα πέδιλα
3. (γενικά) αυτός που έχει χάλκινη βάση, χάλκινα θεμέλια
4. μτφ. α) (στον Όμ.) (για άλογο) ακαταπόνητος («ὑπ' ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ' ἵππῳ ὠκυπέτα», Ομ. Ιλ.)
β) (για τις Ερινύες) αυτός που καταδιώκει αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀργυρό-πους, ταχύ-πους].

Greek Monotonic

χαλκόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, λέγεται για άλογα, για να δηλώσει τη σταθερή δύναμη που έχουν οι οπλές τους, αυτός που έχει οπλές από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· χ. Ἐρινύς, λέγεται για να δηλώσει την ακαταπόνητη καταδίωξή τους, σε Σοφ.· χαλκόπους ὁδός, απλώς, το κατώφλι από χαλκό, στον ίδ.

Middle Liddell

χαλκό-πους,
of horses, to express the solid strength of their hoofs, brass-hoofed, Il.; χ. Ἐρινύς, to express her untiring pursuit, Soph.; χαλκόπους ὀδός, simply, the threshold of brass, Soph.