ἤλυσις
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ἔλευσις step, gait, βραδύπουν ἤ. προτιθεῖσα E.Hec. 67; πυκνὴν βαίνων ἤ. Id.Ph.844; πικρὰν διώκων ἤ. Id.HF1041.
German (Pape)
[Seite 1164] ἡ, das Gehen, der Gang; σπεύσω βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῖσα Eur. Hec. 66; πυκνὴν δὲ βαίνων ἤλυσιν Phoen. 851.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'aller, marche.
Étymologie: cf. ἤλυθον.
Russian (Dvoretsky)
ἤλῠσις: εως ἡ хождение, движение: βραδύπους ἤλυσις ἄρθρων Eur. медленное передвижение (старческих) членов (Гекубы); πικρὰν ἤλυσιν διώκειν Eur. совершать мучительный путь.
Greek (Liddell-Scott)
ἤλῠσις: -εως, ἡ, = ἔλευσις, ὁδός, πορεία, βραδύπουν ἠλ. σπεύδειν Εὐρ. Ἑκ. 67· πυκνὴν βαίνειν ἤλ., ὁ αὐτ. Φοιν. 844· πικρὰν διώκων ἤλ. ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1041· - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 251, ἴδε Δινδ. - Πρβλ. Κόντον. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 147.
Greek Monolingual
ἤλυσις, ἡ (Α)
οδός, πορεία («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῖσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί έλευσις από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ελυθ-) του θ. ελευθ- (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. του ελεύθω «έρχομαι»). Η έκταση του αρχ. φωνήεντος (η-) πιθ. να οφείλεται σε επίδραση του ελ-ήλυθ-α ή σε σύνθετα του τύπου εν-ηλύσια, επ-ηλύσια (βλ. ηλύσιος)].
Greek Monotonic
ἤλῠσις: -εως, ἡ, = ἔλευσις, οδός, πορεία, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἤλῠσις, εως = ἔλευσις
a step, Eur.
English (Woodhouse)
gait, manner of walking, way of walking
Translations
arrival
Afrikaans: aankoms; Albanian: arritje; Arabic: وُصُول, وِفَادَة; Egyptian Arabic: وصول; Armenian: ժամանում, գալուստ; Azerbaijani: gəliş; Belarusian: прыбыццё, прыезд, прыход, прылёт; Bengali: আগমন; Bulgarian: пристигане; Burmese: ဆိုက်ရောက်, ရောက်လာခြင်း; Catalan: arribada; Chinese Mandarin: 到達/到达, 到來/到来, 抵達/抵达; Czech: příchod, příjezd, přílet; Danish: ankomst; Dutch: komst, aankomst; Esperanto: alveno; Estonian: saabumine; Finnish: saapuminen; French: arrivée; Galician: chegada, vida; Georgian: ჩამოსვლა, ჩამოფრენა; German: Ankunft; Gothic: 𐌵𐌿𐌼𐍃; Greek: άφιξη; Ancient Greek: ἄπιξις, ἄφιξις, βλῶσις, εἰσέλευσις, ἔλευσις, ἐπείσοδος, ἐπέλευσις, ἐπιδημία, ἐπιφοίτησις, ἐσηλυσίη, ἤλυσις, ἧξις, ἵξις, κάθιξις, παράστασις, παρουσία, περικατάληψις, πόθοδος, πόσοδος, πρόσοδος; Hebrew: הַגָּעָה; Hindi: आगमन; Hungarian: érkezés; Icelandic: koma; Indonesian: kedatangan; Ingrian: tulo, tulekki; Italian: arrivo; Japanese: 到着; Khmer: ដំណល់; Korean: 도착(到着); Kurdish Northern Kurdish: hatin, gihiştin; Latin: perventio, adventum, adventus; Lithuanian: gimimas; Macedonian: пристигнување; Malay: kedatangan, ketibaan; Maori: taenga, taetaenga, haramaitanga; Norwegian Bokmål: ankomst; Nynorsk: framkome, tilkomst, framkomst; Ottoman Turkish: ادراك; Persian: ورود; Plautdietsch: Aunkunft; Polish: przybycie, przyjazd, przyjście, przylot; Portuguese: chegada, vinda; Romanian: venire, sosire, ajungere; Russian: прибытие, приезд, приход, прилёт; Sanskrit: आगमन; Slovak: príchod, príjazd, prílet; Slovene: prihod; Spanish: llegada, venida, arribo, arribada; Swahili: ujaji; Swedish: ankomst; Tagalog: dating; Taos: kwònéne; Telugu: ఆగమనము; Thai: การมาถึง; Ukrainian: прибуття, приї́зд, прихі́д, прилі́т; Urdu: آمد; Uzbek: yetib kelish, kelish; Vietnamese: sự đến; Welsh: dyfodiad