ἰσομοιρία

From LSJ
Revision as of 14:24, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομοιρία Medium diacritics: ἰσομοιρία Low diacritics: ισομοιρία Capitals: ΙΣΟΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: isomoiría Transliteration B: isomoiria Transliteration C: isomoiria Beta Code: i)somoiri/a

English (LSJ)

Ion. ἰσομοιρίη, ἡ,
A equal share, κακοῖσιν ἐσθλοὺς ἰσομοιρίαν [ῑσ-] ἔχειν Sol. ap. Arist.Ath.12.3; τινος in a thing, Th.7.75.
2 = ἰσονομία, Nymphod.21, D.C.52.4.
3 equability, of climate, Hp.Aër.12; τῶν κράσεων Gal.1.534.
4 Astrol., equivalence of degree, Vett.Val.139.16.

German (Pape)

[Seite 1265] ἡ, gleicher Teil, gleiches Anrecht, Hippocr.; τῶν κακῶν Thuc. 7, 75; Sp., auch = ἰσονομία, D. C. 52, 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
part égale.
Étymologie: ἰσόμοιρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομοιρία:
1 равное распределение (частей), равенство (τῶν στοιχείων Arst.; δημοκρατία παρέξουσα ἅπασιν ἰσομοιρίαν Plut.);
2 равная доля, одинаковое участие: ἡ ἰ. τῶν κακῶν Thuc. равное для всех, т. е. всеобщее несчастье.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομοιρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἴσον μερίδιον ἢ ἴση μετοχὴ εἴς τι πρᾶγμα, ἰσομοιρία τῶν κακῶν Θουκ. 7. 75· ἐπὶ κλιμάτων, εὐκρασία, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288. 2) = ἰσονομία, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. ἐν Ο. Κ. 337, Δίων Κ. 52. 4.

Greek Monolingual

η (Α ἰσομοιρία, ιων. τ. ἰσομοιρίη) ισόμοιρος
ίσο μερίδιο, ίσα συμμετοχή σε κάτιἰσομοιρία τῶν κακῶν», Θουκ.)
αρχ.
1. ισονομία, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων
2. (για κλίμα) ευκρασία
3. αστρολ. ίση επίδραση σε αντιστοιχία με άλλους.

Greek Monotonic

ἰσομοιρία: Ιων. -ίη, ἡ, ίσο μερίδιο σε κάτι, τινός, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἰσομοιρία, ἡ,
an equal share, partnership, τινός in a thing, Thuc. [from ἰσόμοιρος

Lexicon Thucydideum

aequalis partitio, equal division, 5.69.1, 7.75.6.