ἀδόκητος

From LSJ
Revision as of 10:46, 20 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδόκητος Medium diacritics: ἀδόκητος Low diacritics: αδόκητος Capitals: ΑΔΟΚΗΤΟΣ
Transliteration A: adókētos Transliteration B: adokētos Transliteration C: adokitos Beta Code: a)do/khtos

English (LSJ)

ἀδόκητον,
A unexpected, Hes. (v. infr.); τὰν ἀ. χάριν S.OC249 (lyr.); τὰ δοκηθέντ' οὐκ ἐτελέσθη, τῶν δ' ἀ. πόρον ηὗρε θεός E.Med. 1418 (also in Alc., Ba., Andr., Hel., ad fin.); ξυμφορὰ ἀ. Th.7.29, etc.; τὸ ἀ. surprise, Id.4.36,al.
II ἀδόκητον καὶ δοκέοντα either inglorious and glorious, or unexpecting and expectant, Pi.N.7.31, cf. Trag.Adesp. 482 (lyr.):—unexpecting, Memn.28.2, cf. Nonn. D. 31.209.
III Adv. ἀδοκήτως Th.4.17, Phld.Ir.p.49 W.; ἀδόκητα, as adverb, Hes.Fr.79, E.Ph.311; ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου Th.6.47; ἐκ τοῦ ἀ. D.H.3.64.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inesperado χάρις S.OC 249, ξυμφορά Th.7.29, πολιορκία D.C.40.8.1, cf. 12.2
subst. τὸ ἀ. sorpresa Th.4.36, tb. plu. τί τῶν ἀδοκήτων; E.IT 896
neutro plu. como adv. κρύψαι ἀδόκητα μάχαιραν Hes.Fr.209.2, cf. E.Ph.311, tb. sg. Musae.88
giros prep. c. valor de adv. ἐξ ἀδοκήτου Hp.Morb.Sacr.17.2, ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου Th.6.47, ἐκ τοῦ ἀδοκήτου D.H.3.64.
2 de pers. desapercibido, desprevenido κῦμ' Ἀίδα, πέσε δ' ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα Pi.N.7.31, cf. Trag.Adesp.482, Memn.1.20, Nonn.D.31.209.
3 que no se puede esperar, imposible ἀδόκητον ἔχω σε πρὸς στέρνοις te tengo contra mi pecho cuando no te esperaba E.Hel.657
subst. plu. δοκεῖν δὲ τἀδόκητ' οὐ χρή no se debe esperar lo imposible E.HF 92, τῶν δ' ἀδοκήτων πόρον ηὗρε θεός E.Med.1418.
II adv. -ως inesperadamente, de improviso ἀ. εὐτυχῆσαι Th.4.17, Phld.Ir.22.14, Ael.NA 5.54, VH 13.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
imprévu, inattendu ; τῷ ἀδοκήτῳ ἐκπλήττειν THC épouvanter par la surprise (d'une attaque) ; ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου, ἐκ τοῦ ἀδοκήτου à l'improviste.
Étymologie: , δοκέω penser.

German (Pape)

unerwartet, Hes. frg. 31; Thuc. 4.36; Soph. O.C. 245; χάρις oft bei Eur., bes. im Gegensatz von τὰ δοκηθέντα, Bacch. 1389;
ἀδόκητα, adv., unerwartet, Phoen. 317. – Aktivisch, nicht vermutend, Pind. N. 7.34, im Gegensatz von δοκέων, wo Dissen es unberühmt erkl.
• Adv. ἀδοκήτως, Thuc. 4.17, = ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου, 6.47.

Russian (Dvoretsky)

ἀδόκητος:
1 неожиданный, непредвиденный (χάρις Soph., Eur.; ξυμφορά Thuc.);
2 не ожидающий, не ожидавший Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδόκητος: -ον, = ἀπροσδόκητος. Ἡσ. (ἴδε κατωτέρ.) τὰν ἀδ. χάριν, Σοφ. Ο. Κ. 249 ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ. ἐν τῷ ἐπιλόγῳ τῶν ἠθικῶν σκέψεων τοῦ χοροῦ· τὰ δοκηθέντ’ οὐκ ἐτελέσθη, τῶν δ’ ἀδοκήτων πόρον εὗρε θεός, Μήδ. 1417, Ἄλκ. 1161, Βάκχ. 1300, Ἀνδρ. 1286, Ἑλ. 1690· ξυμφορὰ ἀδ., Θουκ. 7. 29. κτλ.· τὸ ἀδ., = τὸ ἀπροσδόκητον, ἡ ἔκπληξις, ὁ αὐτ. 4, 36, καὶ ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἐν Πινδ. Ν. 7. 45, ἀδόκητον καὶ δοκέοντα, δυνατὸν νὰ σημαίνῃ ἢ: τὸν ἄδοξον καὶ ἔνδοξον ἢ: τὸν μὴ προσδοκῶντα καὶ τὸν προσδοκῶντα. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, Θουκ. 4, 17, καὶ ὡσαύτως ἀδόκητα, ὡς ἐπίρρ., Ἡσ. Ἀποσπ. 31. Εὐρ. Φοίν. 318 οὕτως: ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου, Θουκ. 6. 47. ― ἐκ τοῦ ἀδ. Διον. Ἁλ. 3. 64.

English (Slater)

ᾰδόκητος not expecting? unexpected? πέσε δ (κῦμ' Ἀίδα) ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα (v. Gerber, A. J. P., 1963, 182.; ἄδοξον Σ. paraphr.) (N. 7.31)

Greek Monotonic

ἀδόκητος: -ον (δοκέω),
I. απροσδόκητος, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.· τὸ ἀδόκητον, το απροσδόκητο, η έκπληξη, σε Θουκ.
II. επίρρ. -τως, στον ίδ.· ομοίως και ἀδόκητα ως επίρρ., σε Ευρ.· ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου, σε Θουκ.

Middle Liddell

δοκέω
I. unexpected, Hes., Soph., etc.; τὸ ἀδ. the unexpectedness, Thuc.
II. adv. -τως, Thuc.; so ἀδόκητα as adv., Eur.; ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου Thuc.

Lexicon Thucydideum

inopinatus, unexpected, 7.29.5, 7.43.6,
inopinata aggressio, unexpected attack, 4.36.2, 5.10.7, 6.34.6, 6.34.8, [H. S. ἐκ] de improviso, suddenly, 6.47.1.