κλίνω
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
[ῑ], fut.
A κλῐνῶ Lyc.557, (ἐγκατα-) Ar.Pl.621: aor. 1 ἔκλῑνα Il.5.37, etc.: pf. κέκλῐκα Plb.30.13.2:—Med., aor. ἐκλινάμην Od.17.340, etc.:—Pass., fut. κλῐθήσομαι συγ-) E.Alc.1090, (κατα-) D.S.8 Fr.19: fut. 2 κατα-κλῐνήσομαι Ar.Eq.98, Pl.Smp.222e, also κεκλίσομαι dub. in A.D.Pron.22.7: aor. 1 ἐκλίθην [ῐ] Od.19.470, S.Tr.101 (lyr.), 1226, E.Hipp.211 (anap.), freq. in Prose; poet. also ἐκλίνθην, v. infr. 11.1,2,3: aor. 2 ἐκλίνην [ῐ] only in compds., κατακλῐνῆναι Ar.V.1208, 1211, X.Cyr.5.2.15, etc.; ξυγκατακλῐνείς Ar.Ach.981: pf. κέκλῐμαι (v. infr.); inf. κεκλίσθαι A.D.Synt.325.3, but κεκλίνθαι v.l. ib.47.1. (κλῐ-ν-yω, for. root κλῐ: κλει-, cf. κλειτύς; Skt. śráyati 'cause to lean', 'support', Lat.clinare, clivus.):—cause to lean, make to slope or slant, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς when he inclines or turns the scale, Il.19.223; Τρῶας δ' ἔκλιναν Δαναοί made them give way, 5.37, cf. Od.9.59; ἐπεί ῥ' ἔκλινε μάχην Il.14.510; ἔκλινε γὰρ κέρας . . ἡμῶν E.Supp.704; also ἐκ πυθμένων ἔκλινε . . κλῇθρα S.OT1262:— Med., Περσῶν κλινάμενοι [δύναμιν] IG12.763. 2 make one thing slope against another, i.e. lean, rest it, τι πρός τι Il.23.171, cf.510; ἅρματα δ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια 8.435: c.dat., ἔστησαν σάκε' ὤμοισι κλίναντες, i.e. raising their shields so that the upper rim rested on their shoulders, 11.593. 3 turn aside, μηκέτι τοῦδε βήματος ἔξω πόδα κλίνῃς S.OC193 (lyr.); ὄσσε πάλιν κλίνασα having turned back her eyes, Il.3.427; τὰς ἐκ τῶν ἀριστερῶν [φλέβας] ἐπὶ τὰ δεξιὰ κ. turn to... Pl.Ti.77e. 4 make another recline, ἐν κλίνῃ κλῖναί τινας make them lie down at table, Hdt.9.16; κλῖνόν μ' ἐς εὐνήν E. Or.227; κλίνατ', οὐ σθένω ποσίν Id.Alc.267 (lyr.): metaph., ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια puts to rest, lays low, S. Aj.131. 5 in Magic, make subservient, ψυχήν PMag.Par.1.1718. 6 Gramm., inflect, τὰ ῥήματα A.D.Synt.212.20:—Pass., Id.Pron.12.7. II Pass., lean, ἂψ δ' ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης ἐκλίνθη Il.6.467; ὁ δ' ἐκλίνθη, καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν he bent aside, 7.254; of a brasen foot-pan, ἂψ δ' ἑτέρωσ' ἐκλίθη it was tipped over, Od.19.470; of battle, turn, ἐκλίνθη δὲ μάχη Hes.Th.711; of a body in equilibrium, οὐδαμόσε κλιθῆναι Pl.Phd.109a, cf. Archim. Fluit.1.8,al. 2 lean, stay oneself upon or against a thing, c. dat., ἀσπίσι κεκλιμένοι Il.3.135; κίονι, κλισμῷ κεκλιμένη, Od.6.307, 17.97; ἠέρι δ' ἔγχος ἐκέκλιτο καὶ ταχἔ ἵππω Il.5.356 (s.v.l.); ἐν δορὶ κεκλιμένος Archil.2 (also in Med., κλινάμενος σταθμῷ Od.17.340); κεκλιμένοι καλῇσιν ἐπάλξεσιν Il.22.3; πρὸς τοῖχον ἐκλίνθησαν Archil.34; ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα Hdt.4.73; ὅταν τύχωσι (sc. αἱ ἄτομοἰ τῇ περιπλοκῇ κεκλιμέναι when they chance to be propped (i.e. checked) by the interlacing with others, Epicur.Ep.1p.8U. 3 lie down, fall, ἐν νεκύεσσι κλινθήτην Il.10.350, etc.; παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι lie beside her on the bed, Od.18.213, cf. S.Tr.1226: in pf., to be laid, lie, ἔντεα . . παρ' αὐτοῖσι χθονὶ κέκλιτο Il.10.472; φύλλων κεκλιμένων of fallen leaves, Od.11.194 (φύλλα κεκλ. in Thphr.HP3.9.2, slanting leaves); Ληθαίῳ κεκλιμένη πεδίῳ Thgn.1216; Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς laid by Alpheus' stream, Pi.O.1.92; ἐπὶ γόνυ κέκλιται has fallen on her knee, i.e.is humbled, A.Pers.931 (lyr.); ὑπτία κλίνομαι S.Ant.1188; τὸ μὲν πρῶτον ἐρρήγνυτο τὸ τεῖχος, ἔπειτα δὲ καὶ ἐκλίνετο X.HG5.2.5; οὐ νούσῳ . . οὐδ' ὑπὸ δυσμενέων δούρατι κεκλίμεθα AP7.493 (Antip. Thess.), cf. 315 (Zenod. or Rhian.), 488 (Mnasalc.), Epic.Oxy.214r.3. 4 recline at meals, κλιθέντες ἐδαίνυντο Hdt.1.211, cf. E.Cyc.543, SIG 1023.48 (Cos, iii/ii B.C.); κλίθητι καὶ πίωμεν cj. in Com.Adesp.1203, cf. E.Fr.691. 5 of Places, lie sloping towards the sea, etc., lie near, ἁλὶ κεκλιμένη Od.13.235; [νῆσοι] αἵ θ' ἁλὶ κεκλίαται (Ep.for κέκλινται) 4.608: hence, of persons, lie on, live on or by, [Ὀρέσβιος] λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι Il.5.709; ῥηγμῖνι θαλάσσης κεκλίαται 16.68, cf. 15.740; δισσαῖσιν ἀπείροις κλιθείς S.Tr.101 (lyr.); πλευρὰ πρὸς ἀνατολὰς κεκλιμένη, τὸ εἰς τὰς ἄρκτους κ., Plb.2.14.4, 1.42.5; ὄρος Κοῖον ὃ κέκλιται πρὸς Παρνασσόν SIG826 Eiii 37 (Delph., ii B.C.). 6 metaph., τῷδε μέλει κλιθείς having devoted himself to... Pi.N.4.15 (also in Act., incline towards, τῶν πραγμάτων ἐπὶ Ῥωμαίους κεκλικότων Plb. 30.13.2). 7 wander from the right course, κεκλιμένη ναῦς Thgn. 856. III Med., decline, wane, καὶ κλίνεται (sc. τὸ ἦμαρ) S.Fr.255.6. IV intr. in Act., κ. πρὸς τὸ ξανθὸν χρῶμα incline towards... Arist.Phgn.812b3; κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο as the sun was declining, A.R.1.452; ἅμα τῷ κλῖναι τὸ τρίτον μέρος τῆς νυκτός as it came to an end, Plb.3.93.7; ἡ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν Ev.Luc.9.12; ἡ πόλις ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν X.Mem.3.5.13; τὸ κλῖνον ἀναλήμψεσθαι PFay.20.14 (iii/iv A.D.). 2 of soldiers, κ. ἐπ' ἀσπίδα, ἐπὶ δόρυ, turn to left, to right, Plb.3.115.9, etc.; κ. πρὸς φυγήν Id.1.27.8; also, wheel, Ascl. Tact.10.4.
German (Pape)
[Seite 1454] fut. κλινῶ, perf. κέκλικα, aor. pass. ἐκλίθην, ep. u. ion. ἐκλίνθην, in Zusammensetzungen auch ἐκλίνην, denn Her. 9, 16 ist κλινῆναι zweifelhaft, perf. κέκλιμαι, κέκλινται, plur., Xen. equ. 5, 5, – 1) biegen, beugen; feindliche Truppen zum Weichen bringen, Iliad. 5, 37 Τρῶας δ' ἔκλιναν Δαναοί, Odyss. 9, 59 Κίκονες κλῖναν δαμάσαντες Ἀχαιούς, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 151 u. Friedlaender zu Scholl. Aristonic. Iliad. 5, 37, auch Schol. Odyss. 9, 59, welches wohl ebenfalls aus Aristonicus Bammt; ähnlich Iliad. 14, 510 ἔκλινε μάχην ἐννοσίγαιος; Theogn. 711 ἐκλίνθη μάχη; Euripid. Suppl. 704 ἔκλινε γὰρ (ὁ λόχος) κέρας τὸ λαιὸν ἡμῶν; – ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια Soph. Ai. 131, der Tag beugt nieder u. hebt empor; τάλαντα κλίνειν, die gleich schwebenden Schalen der Wage in eine schräge Richtung bringen, so daß die eine steigt, die andere sinkt, Il. 19, 223, womit Plat. zu vgl. ἰσόῤῥοπον πρᾶγμα ἐν μέσῳ οὐχ ἕξει μᾶλλον οὐδ' ἧττον οὐδαμόσε κλιθῆναι, Phaed. 109 a; ὄσσε πάλιν κλίνειν, die Augen zurückwenden, Il. 3, 427; τὰς δ' ἐκ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ δεξιὰ κλίναντες, Plat. Tim. 77 e; – ἐκ δὲ πυθμένων ἔκλινε κοῖλα κλῇθρα, er riß die Schlösser auf u. warf die Thüren zurück, Soph. O. R. 1262. – 2) anlehnen; κλῖνε δ' ἄρα μάστιγα ποτὶ ζυγόν Il. 23, 509; ἔκλιναν ἅρματα πρὸς ἐνώπια Il. 8, 435; ἔστησαν σάκε' ὤμοισι κλίναντες, indem sie die Schilder an die Schultern lehnten, Il. 11, 591; κλῖνόν μ' εἰς εὐνὴν αὖθις Eur. Or. 227; κλίνατέ μ', οὐ σθένω ποσί, leget mich hin, Alc. 268; ἷζε δ' ἐπὶ οὐδοῦ κλινάμενος σταθμῷ, indem er sich an den Pfosten lehnte, med. Homerisch = passiv., Od. 17, 340; pass., κλινθῆναι ἐυξέστῳ ἐνὶ δίφρῳ Il. 23, 335; στήλῃ κεκλιμένος 11, 371; κεκλιμένα καλῇσιν ἐπάλξεσιν 22, 3; ἀσπίσι κεκλιμένοι, auf die Schilde gelehnt, gestützt, 3, 135; κλισμῷ κεκλιμένη, in den Sessel gelehnt, Od. 17, 97; Ἀσία δὲ χθὼν ἐπὶ γόνυ κέκλιται, Asien beugt sich u. fällt aufs Knie, Aesch. Pers. 894; ὑπτία δὲ κλίνομαι δείσασα πρὸς δμωαῖσι, ich lehne mich zurückgebeugt auf die Mägde, Soph. Ant. 1173; τοῖς ἐμοῖς πλευροῖς ὁμοῦ κλιθεῖσαν Trach. 1216; Eur. κλίθητί νύν μοι πλευρὰ θεὶς ἐπὶ χθονός, Cycl. 544. Auch = sich auf die Seite lehnen, fallen, Od. 19, 470; sich niederlegen, Il. 10, 350. 23, 232; παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι, sich neben der Braut im Bette lagern, Beilager halten, Od. 18, 213. – Dah. im perf. = liegen, ἔντεα δέ σφιν καλὰ παρ' αὐτοῖσι χθονὶ κέκλιτο, die Waffen lagen auf der Erde, Il. 10, 471; Od. 11, 194; ἠέρι δ' ἔγχος ἐκέκλιτο καὶ ταχέ' ἵππω Il. 5, 356, eigtl. Schild u. Pferde waren an den Nebel gelehnt, in Nebel gehüllt, verborgen; auch von Orten, gelegen sein, liegen, (νῆσοι) αἵθ' ἁλὶ κεκλίαται, die im Meere gelegen sind, Od. 4, 608; λίμνῃ, gegen den See gelegen, 13, 235, vgl. 11, 234, wobei an eine Abdachung nach dem Orte hin, der im dat. steht, anzunehmen ist; auch von Menschen, Ὀρέσβιος λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι, dessen Wohnsitz am kephisischen See gelegen ist, Il. 5, 709; ῥηγμῖνι θαλάσσης κεκλίαται, sie lehnen sich an den Strand, sind am Strande, 16, 68; sp. D., πόλις κεκλιμένη ἐπὶ Εὐρύτου ῥεέθροις Coluth. 223; von den Himmelsgegenden, τὴν πρὸς ἀνατολὰς κεκλιμένην πλευρὰν τῆς Ἰταλίας Pol. 2, 14, 4; τὸ εἰς τὰς ἄρκτους κεκλιμένον 1, 42, 5, u. öfter, wie D. Sic. 1, 17. 2, 53 u. a. Sp. Bes. auch = b egraben sein, Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, am Alpheus, Pind. Ol. 1, 92; οὐ νόσῳ οὐδ' ὑπὸ δυσμενέων δούρατι κεκλίμεθα, nicht durch Krankheit noch durch der Feinde Speer sind wir hingestreckt, Antp. Sid. 84 (VII, 493), u. öfter in der Anth. – Einen Platz zum Liegen anweisen, sich niederlegen oder niedersetzen lassen, z. B. zur Mahlzeit, Her. 9, 16. – Auch intrans., sich hinneigen, ἡ πόλις ὅπως ποτ' ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν Xen. Hem. 3, 5, 13; τῶν πραγμάτων ὁλοσχερῶν ἐπὶ Ῥωμαίους κεκλικότων Pol. 30, 10, 12; κλίνοντος ἡλίου, als sich die Sonne zum Untergang neigte, Ap. Rh. 1, 452; ἅμα τῷ κλῖναι τὸ τρίτον μέρος τῆς νυκτός Pol. 3, 93, 7; N. T.; vgl. Poll. 4, 158; – κλινεῖν ἐπ' ἀσπίδα Pol. 3, 115, 9, ποτὲ μὲν παρ' ἀσπίδα κλίναντες ποτὲ δ' ἐπὶ δόρυ, linksum, rechtsum kehrt machen, 6, 40, 12. – Bei den Gramm. = biegen, abwandeln, sowohl decliniren als conjugiren, Apoll. Dysc. synt. 319, 24.