τέλλω

From LSJ
Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέλλω Medium diacritics: τέλλω Low diacritics: τέλλω Capitals: ΤΕΛΛΩ
Transliteration A: téllō Transliteration B: tellō Transliteration C: tello Beta Code: te/llw

English (LSJ)

aor.

   A ἔτειλα Pi.O.2.70:—Pass. τέλλομαι:—poet. Verb, but used in Cretan Prose (v. infr.), accomplish, ἔτειλαν ὁδόν Pi. l.c.; perform duties, rites, etc., τέλλεμ (inf.) μὲν τὰ θῖνα καὶ τὰ ἀντρώπινα Leg.Gort.10.42:—Med., τελλόμεναι χορόν, apparently = στελλόμεναι, PSI10.1181.39:—Pass., come into being, γένος φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο Pi.P.4.257; ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται καὶ ὅρκιον Id.O.11(10).6; ἐς χάριν τέλλεται turns to good, ib.1.76; ἀπὸ θεσφάτων ἀγαθὰ φάτις . . τέλλεται cj. Emper. for στέλλεται, A.Ag. 1133 (lyr.); of the gadfly, οἷόν τε νέαις ἐπὶ φορβάσιν οἶστρος τέλλεται) = γίγνεται) A.R.3.277; ἠοῦς τελλομένης Id.1.1360; πρόκα τελλομένου ἔτεος as soon as a year is complete, ib.688.    2 Pass., of stars, = ἀνατέλλω, rise, Arat.285,320,382.    II intr. in Act., = ἀνατέλλω, ἡλίου τέλλοντος at sunrise, S.El.699; ἶρις τέλλει grows up, Nic.Fr. 74.32. (Cf. πέλω (πέλομαι) fin., with which τέλλομαι (Pass.) is cogn.; the Act. τέλλω (fr. which δικασπόλος, θυηπόλος, ὑμνοπόλος, etc. are derived) may be formed fr. the Pass., with causal meaning ('cause to come into existence or be done'), as πείθω fr. πείθομαι, πεύθω fr. πεύθομαι; the sense rise is perh. derived from that of revolve as used of stars; ἐντέλλω, ἐπιτέλλω (A) may orig. have meant 'cause to be done (by another)'.)

German (Pape)

[Seite 1088] fut. τελῶ, äol. τέλσω, aor. ἔτειλα, äol. ἔτελσα, perf. pass. τέταλμαι u. s. w., – zum Ende, zum Ziele führen, bringen, vollenden, fertig machen; ὁδὸν ἔτειλαν, sie vollendeten den Weg, Pind. Ol. 2, 70; dah. übh. verfertigen, hervorbringen, u. pass. entstehen, ὕμνοι ἀρχαὶ λόγων τέλλεται, Gesänge entstehen, 10, 6; ἐς χάριν τέλλεται, 1, 76, es wird, gedeiht zur Zufriedenheit; auch λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο γένος, P. 4, 257, es dauerte fort, stete Fortpflanzung des Geschlechts. – Ueber die homer. Vrbdg ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν u. τῷ δ' ἐπὶ πάντ' ἐτέταλτο s. ἐπιτέλλω. – Einzeln bei den folgdn Dichtern; τὰ δ' ὁλοὰ τελλόμεν' οὐ παρέρχεται, Aesch. Spt. 768, das Verderben, wenn es entstanden ist, angehoben hat, geht nicht vorbei; ἡλίου τέλλοντος, Soph. El. 684, wenn die Sonne aufgeht, wie sonst ἀνατέλλειν gebraucht wird; Ap. Rh. 1, 688 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τέλλω: ἀόρ. ἔτειλα Πινδ. Ο. 2. 126. - Παθ., τέλλομαι· - ῥῆμα ποιητικ., ἐν χρήσεις παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθ. ἀνα-, ἐπι-, περι-· παρ’ Ἡροδ. καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοις ποιηταῖς εὑρίσκομεν καὶ ἐπανατέλλω· παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττικ. ἐντέλλω, ἐντέλλομαι· - ὁ πρκμ. τέταλκα, τέταλμαι, ὁ ὑπερσ. ἐτέταλτο, ὁ μέσ. ἀόρ. ἐτειλάμην εὕρηνται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις τούτοις. (Ἐντεῦθεν τῷ τελέθω, ἐπὶ ἀμεταβ. σημασ. τέλλω ἦτο πιθανῶς ἐξ ἀρχῆς τύπος παράλληλος τῷ στέλλω, ὡς τὸ τρέφω τοῦ στρέφω, tego τοῦ στέγω, κλπ., πρβλ. Σσ. ΙΙ. 7. - Ἡ σχέσις αὐτοῦ καὶ συγγένεια πρὸς τὸ τελέω εἶναι ἀβέβαιος, ἂν καὶ τὸ τοῦ Πινδ. Ο. 2. 126. εὐνοεῖ τῆν τοιαύτην ὑπόθεσιν.) Τελῶ, ἐκτελῶ, ἔτειλαν ὁδὸν αὐτόθι 2. 126. - Παθ., παραπλήσιον τῷ τελέθω, τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο, διετέλει ὑπάρχον ἐν διαδοχικαῖς γενεαῖς, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4· 457· ὕμνοι τέλλεται καὶ ὅρκιον ὁ αὐτ. ἐν Ο. 11 (10). 5· ἐς χάριν τέλλεται, μεταστρέφεται εἰς καλόν, αὐτόθι 1. 122· ἀπὸ θεσφάτων ἀγαθὰ φάτις... τέλλεται (οὕτως ὁ Ἐμπεδ. ἀντὶ στέλλεται), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1133· (περὶ τοῦ ἐπὶ Θήβ. 768 χωρίου, ἴδε πέλω ἐν τέλ.)· ἐπὶ τοῦ ἄστρου, νέαις ἐπὶ φορβάσι... τέλλεται Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 277· ἠὼς τελλομένη αὐτόθι 1. 1360, πρβλ. 688· ἐπὶ ἀστέρων, Ἄρατ. 285, κλπ. ΙΙ. ὡσαύτως ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὡς τὸ ἀνατέλλω· ἠλίου τέλλοντος, κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, Σοφ. Ἠλ. 699· ἶρις τέλλει, αὐξάνεται, Νικ. παρ’ Ἀθην. 683Ε.