συγχαίρω

From LSJ
Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχαίρω Medium diacritics: συγχαίρω Low diacritics: συγχαίρω Capitals: ΣΥΓΧΑΙΡΩ
Transliteration A: synchaírō Transliteration B: synchairō Transliteration C: sygchairo Beta Code: sugxai/rw

English (LSJ)

aor. -εχάρην [ᾰ] Plb.15.5.13, 30.18.1, imper.

   A -χάρηθι Anacreont.31.30:—rejoice with, A.Ag.793 (anap.), Ar.Pax1317 (anap.); χαῖρε . . καί σοι ξυγχαίρομεν ἡμεῖς Id.Eq.1333 (anap.); σ. ἐπὶ τοῖς σοῖς ἀγαθοῖς X.Hier.11.12; σ. ἀγαθῷ γενομένῳ Pl.Epin.988b: c. dat. pers., τὸν συναλγοῦντα καὶ σ. τῷ φίλῳ Arist.EN1166a8; οὐ σ. οὐδὲ συναλγεῖν ἑαυτοῖς ib.1166b18: later in Med., IG14.966.5 (Rome, ii A.D.).    II wish one joy, congratulate, σ. τῶν γεγενημένων wish one joy of . ., D.15.15; σ. τῇ συγκλήτῳ ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν Plb.30.18.1, cf. SIG700.41 (Lete, ii B.C.); σ. τῇ πόλει ὅτι . . Aeschin.2.45.

German (Pape)

[Seite 971] (s. χαίρω), sich mitfreuen; Aesch. Ag. 767; τινί, Ar. Equ. 1330; συγχάρηθι, Anacr. 31, 30; ἀγαθῷ γενομένῳ, Plat. Epin. 988 b; ἐπί τινι, Xen. Hier. 11, 12; Schadenfreude empfinden, τινί τινος, Dem. 15, 15; – Einem wozu Glück wünschen, τινὶ ἐπί τινι, Pol. 30, 16, 1 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συγχαίρω: μέλλ. -χᾰρήσομαι· ἀόρ. -εχάρην (Πολύβ. 30. 16., 11., 15. 5. 13), προστακτ. -χάρηθι Ἀνακρεόντ. 34. 30. Ὡς καὶ νῦν, χαίρω μετά τινος, λαμβάνω μέρος εἰς τὴν χαράν τινος, μετέχω τῆς χαρᾶς αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 793, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1317· χαῖρε... καὶ ξυγχαίρομεν ἡμεῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1333· σ. ἐπί τινι, ἐπί τινι πράγματι, Ξεν. Ἱέρ. 11, 12· σ. ἀγαθῷ γενομένῳ Πλάτ. Ἐπιν. 988Β· ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., τὸν συναλγοῦντα καὶ σ. τῷ φίλῳ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4, 1· οὐ σ. οὐδὲ συναλγεῖν ἑαυτοῖς αὐτόθι 9. ΙΙ. ἐκφράζω τινὶ φιλικῶς τὴν χαράν μου, συγχαίρω, «προσφέρω συγχαρητήρια», σ. τινὶ τῶν γεγενημένων, συγχαίρω αὐτῷ διὰ τὰ γεγενημένα, Δημ. 194. 23· οὕτω, σ. τινὶ ἐπί τινι Πολύβ. 30. 16, 1· σ. τινὶ ὅτι... Αἰσχίν. 31. 9 ― Ὁ μέσ. τύπος συγχαίρομαι ἀντὶ συγχαίρω ἀπαντᾷ παρὰ Νικηφόρῳ ἐν Μουστοξύδου Ἀνεκδ. σ. 2, καὶ ἐν Dittenb. ²807, 5, τοῦ δήμου παρεστῶτος καὶ συγχαιρομένου.