καταστολή

From LSJ
Revision as of 10:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστολή Medium diacritics: καταστολή Low diacritics: καταστολή Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ
Transliteration A: katastolḗ Transliteration B: katastolē Transliteration C: katastoli Beta Code: katastolh/

English (LSJ)

ἡ,

   A equipment, dress, 1 Ep.Ti.2.9, J.BJ2.8.4: metaph., κ. δόξης LXXIs.61.3.    II putting down, checking, D.S. 15.94; reduction, subjugation, Ηβαΐδος Wilcken Chr.12.15 (i B.C.).    2 modesty, reserve, Hp.Decent.5,8; moderation, κ. περιβολῆς in dress, Plu.Per.5: abs., dignity, restraint, κ. καὶ εὐσχημοσύνη Inscr.Prien. 109.186 (ii B.C.), cf. Aristeas 284; ἡ τοῦ βίου σώφρων κ. IGRom. 4.1756.66 (Sardes, i B.C.), cf. Arr.Epict.2.10.15, 21.11, Porph.Abst. 4.6.    3 conclusion, 'finale', Mim.Oxy.413.95; δράματος Sch.Ar. Pax1203; remission, τῆς ὀδύνης Orib.Fr.74.

Greek (Liddell-Scott)

καταστολή: ἡ, (καταστέλλω), τὸ καταστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ κάτω ἢ ἐμποδίζειν καὶ καταπαύειν, κατάπαυσις. Διὸ ἀντιτίθενται καταστολὴ καὶ ταραχὴ Διόδ. 15. 94· κ. τῶν παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 137. 2) Τὸ καταβιβάζειν, ἀφίνειν (οἷον τὸ ἔνδυμα) πρὸς τὰ κάτω, κ. τῆς περιβολῆς Πλουτ. Περικλ. 5, ὅπερ ἐνομίζετο ὡς σεμνότης καὶ εὐσχημοσύνη. Διὸ διακρίνεται ἡ καταστολὴ τῆς περιστολῆς, Ἱππ. π. Εὐσχημ. 23. 34., 24. 13 καὶ 42. 3) αὐτὴ ἡ περιβολὴ ἢ ἡ ἐνδυμασία· Ἡσύχ. καταστολὴ = περιβολὴ καὶ Σουΐδ. κ. = στολή· ἐν κ. κοσμίῳ Παύλ. Ἐπιστολ. Π. Τιμόθ. α΄, 2, 9· καὶ μεταφρ., κ. δόξης Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΞΑ´, 3)· οὕτως ἑρμηνευτέον καὶ τὸ σκοτεινὸν χωρίον ἐν Ἐπικτ. διατριβ. 2. 21, 11· ἔρχει μοι καταστολὰς ποιήσας ὡς σοφός, λαβὼν τὸ σχῆμα καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ σοφοῦ. 4) ἐν γένει ἡ κοσμιότης, σεμνότης, σωφροσύνη, τὸ ἀτάραχον τῆς ψυχῆς, διὸ Ἐπίκτ. Διατρ. 2. 10, 15, συνάπτει αἰδῶ καὶ κατ. ἡμερότητα,- κατακόσμησις ἤθους καὶ καταστολὴ Κλήμ. Ἀλ. 785· εὐσταθείᾳ ψυχῆς καὶ καταστολῇ σώματος Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθ. 28.