προσφορά
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
English (LSJ)
ἡ, (προσφέρω)
A bringing to, applying, τῶν κλιμάκων Plb. 5.16.7; application, use, Pl.Lg.638c. 2 presenting, offering, ib. 792a; οἱ ἄρτοι τῆς π. shewbread, LXX 3 Ki.7.48. II (from Pass.) that which is added, increase, τῶν ἡμαρτημένων ἄκη μέν ἐστι π. δ' οὐκ ἔστ' ἔτι S.OC1270; bounty, benefit, ib.581; wedding present, Thphr. Char.30.19; offering, LXXPs.39(40).7, al., Act.Ap.21.26: pl., ib.24.17, J.AJ11.4.1, Stud.Pal.1.7.27 (v A.D.), etc.; offerings for the dead, PMonac.8.5,23 (vi A.D.), PLond.5.1708.62 (vi A.D.); deed of gift, esp. of donatio propter nuptias, Mitteis Chr.288.8 (ii A.D.), PTeb.351.1 (ii A.D.), PRyl.155.20 (ii A.D.). 2 income, revenue, Antipho Fr. 31, J.AJ19.8.2. III (from Med.) taking of food, Arist.Somn.Vig. 458a22, Metaph.1000a14, Thphr.HP7.9.4, 8.4.4, Od.5; ἡ τοῦ ὑγροῦ π. Arist.PA671a13; πόσεις καὶ -φοραί Plu.2.129e. 2 food, victuals, Hp.Aph.2.33 (pl.), Thphr.CP4.9.6, Orph.Fr.49.87. 3 flavour, Thphr.HP4.8.11, Ath.1.33f; bouquet, Thphr.HP9.19.1.
German (Pape)
[Seite 787] ἡ, das Darbringen, Darreichen, auch die Gabe, Soph. O. C. 587; Vergrößerung, Vermehrung, τῶν γὰρ ἡμαρτημένων ἄκη μὲν ἔστι, προσφορὰ δ' οὐκ ἔστ' ἔτι, ib. 1272; – κλιμάκων, das. Ansetzen, Pol. 5, 16, 7; – Anwendung, Gebrauch, διαπυθόμενος αὐτοῦ μήτε τὴν ἐργασίαν, μήτε τὴν προσφοράν, ὅντινα τρόπον προσφέρειν δεῖ, Plat. Legg. I, 638 c; – das was man zu sich nimmt, das Essen, Arist. probl. 11, 20; πόσεις καὶ πρ., Plut. de san. tu. p. 390; vom Weine bei Ath. I, 33 f bedeutet es den Geruch, wie Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
προσφορά: ἡ, (προσφέρω) τὸ φέρειν πλησίον, προσαρμόζειν, τῶν κλιμάκων Πολύβ. 5. 16, 7· προσαγωγή, χρῆσις, Πλάτ. Νόμ. 638C· τῶν αἰτιῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. 2) τὸ προσφέρειν, δωρεῖσθαι, Πλάτ. Νόμ. 792Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ φερόμενον πρός τι πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, προσθήκη, αὔξησις, τῶν ἡμαρτημένων ἄκη μὲν ἔστι, πρ. δ’ οὐκ ἔστ’ ἔτι Σοφ. Ο. Κ. 1270· εὐεργεσία, Λατ. beneficium, αὐτόθι 581· δῶρον, Θεοφρ. Χαρ. 30· προσφορὰ θρησκευτικὴ εἰς τὸν θεόν, Πράξ. Ἀποστ. κα´, 26., κδ´, 17. - Ἐν τῇ Παλ. Διαθ. οἱ ἄρτοι τῆς προσφορᾶς = οἱ προσφερόμενοι ἄρτοι = οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως, Ἑβδ. (Βασιλ. Τρίτ. Ζ´, 34). 2) ἀνάθημα, ἀφιέρωμα, τὸ προσφερόμενον πρᾶγμα, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΘ', Σειράχ. ΙΔ´, 11, κλπ.). - Ἐν ταῖς Ἐκκλ. τελετ. α) ἡ τέλεσις τοῦ μυστηρίου τῆς εὐχαριστίας, Εὐσ. ΙΙ, 625Α, Ἀθαν. Ι, 296C, Βασίλ. IV, 724Β, κλπ. β) τὰ τῆς μεταλήψεως στοιχεῖα, Ἀποστ. Διαταγ. 8. 13. γ) ὡς καὶ νῦν, ὁ προσφερόμενος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὑπὸ τῶν πιστῶν ἄρτος, ἐξ οὗ λαμβάνεται καὶ ὁ ἄρτος τῆς μεταλήψεως καὶ τὰ διανεμόμενα τοῖς λειτουργουμένοις ἀντίδωρα καὶ ὑψώματα· ὁ ἄρτος οὗτος εἶναι πάντοτε ἐσφραγισμένος διὰ τοῦ σημείου τοῦ τιμίου σταυροῦ. Ψευδο-Χρυσ. ΧΙΙ, 777Ε, Παλλαδ. Λαυσ. 1042C, Ἰω. Μόσχ. 2896Β, κλπ. 3) εἰσόδημα, πρόσοδος, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 8, 2. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.), λῆψις τροφῆς, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου 3. 39, Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 13· ἡ τοῦ ὑγροῦ πρ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 8, 3. 2) τροφή, τρόφιμα, Ἱππ. Ἀφορ. 1245, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 9, 6, κτλ.· ἴδε Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 129Ε. 3) γεῦσις, Ἀθήν. 33F. - Κατὰ Σουΐδ.: «προσφορά, προσθήκη, πρόσδοσις· «ποίῳ γὰρ ἡ σὴ προσφορὰ δηλώσεται;» (Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ.), καὶ: «προσφορά, πρόσοδος, Ἀντιφῶν», ἴδε Ἁρποκρ.