ἀλογία

From LSJ
Revision as of 10:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλογία Medium diacritics: ἀλογία Low diacritics: αλογία Capitals: ΑΛΟΓΙΑ
Transliteration A: alogía Transliteration B: alogia Transliteration C: alogia Beta Code: a)logi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A want of respect or regard, ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου took no heed of it, Hdt.4.150; ἐν ἀλογίῃ ἔχειν or ποιεῖσθαί τι 6.75, 7.226:—in 2.141 ἐν ἀλογίῃσι ἔχειν παραχρησάμενον τῶν Αἰγυπτίων, gen. is anacoluthon (as if ἀλογίην ἔχειν τῶν Αἰγ.) ; ἀλογίης ἐγκυρῆσαι to be disregarded, 7.208 codd.:—this sense is Ion. and late Prose, ἐν ἀλογίᾳ ποιεῖσθαί τι Procop.Pers.1.2, al.    2 Att., want of reason, absurdity, opp. λόγος, Pl.Tht.207c, cf. 199d, Phd.67e, D.23.168; πολλὴ ἀ. τῆς διανοίας Th.5.111; concrete, the irrational part of the soul, Porph.Abst.1.42.    3 confusion, disorder, Plb.15.14.2; τύχη ἐν ἀλογίᾳ κειμένη Plot.6.8.17:—speechlessness, amazement, Plb. 36.7.4.    4 indecision, doubt, Paus.7.17.6.    5 Rhythm., irrationality, relation of time-elements which cannot be expressed by a simple ratio, Aristox.Rhyth.2.20.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, 1) Unverstand, Unüberlegtheit, Plat. Phaed. 67 e u. öfter; mit ἀτοπία verbunden Epist. VII, 352 a; καίτοι πολλὴ ἀλογία, es ist unvernünftig, nachher gesteigert, μᾶλλον δὲ ἀδύνατον Lys. 213 a; διανοίας Thuc. 5, 111. Dah. – 2) Unordnung, Pol. 5, 53. 15, 14. – 3) Rücksichtslosigkeit, Geringachtung, ἐν ἀλογίῃ ποιούμενος Her. 7, 226; ἐν ἀλογίῃσιν ἔχειν 2, 141; ἀλογίην ἔχειν τοῦ χρηστηρίου 4, 150; nicht beachten, ἀλογίης ἐγκυρεῖν, nicht beachtet werden, 7, 208. – 4) Sprachlosigkeit, Pol. 36, 5; Luc. Lexiph. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλογία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἔλλειψις προσοχῆς, σεβασμοῦ ἢ φροντίδος πρός τινα, ὀλιγωρία, ἀδιαφορία: ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου, δὲν ἔδιδον οὐδεμίαν προσοχήν, nullam ejus rationem habebant, Ἡρόδ. 4. 150˙ οὕτως, ἐν ἀλογίῃ ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τι, 6. 75., 7. 226˙ ― ἐν 2. 141, ἐν ἀλογίῃσι ἔχειν παραχρησάμενον τῶν... Αἰγυπτίων, ἡ γεν. εἶναι κατὰ σχῆμα ἀνακόλουθον (ὡς εἰ ἔλεγεν, ἀλογέειν ἢ ἀλογίην ἔχειν τῶν Αἰγ.)˙ ἀλογίης ἐγκυρεῖν, παραβλέπεσθαι, περιφρονεῖσθαι, 7. 208: ― ἡ σημασία αὕτη εἶναι Ἰων. 2) παρ’ Ἀττ. ἔλλειψις λόγου, λογικοῦ δηλ., παράλογος διαγωγή, ἀπερισκεψία, ἀβουλία, κατ’ ἀντίθ. τῷ λόγος, Πλάτ. Θεαίτ. 207C, πρβλ. 199D, Φαίδων 67Ε, κτλ.˙ πολλὴ ἀλ. τῆς διανοίας, Θουκ. 5. 111. 3) σύγχυσις, ἀταξία, Πολύβ. 15. 14, 2: ― ἀφασία, ἀφωνία, σιωπή, ἐκθάμβωσις, ὁ αὐτ. 36. 5, 4. 4) τὸ ἀναποφάσιστον, ἀμφιβολία, Παυσ. 7. 17, 6.