ἀντωπός
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
όν, (ὤψ)
A with the eyes front, facing, ἀντωπὰ βλέφαρα E.IA564; ἀντωπὸς βλέψαι AP12.196 (Strat.); τῆς ὄψεως ἀντωπά front parts of the face, Luc.Im.6; opposite, AP10.14 (Agath.); full in the face, βέλος APl.4.134 (Mel.); of an eagle, ἀ. ἁλίω Ecphant. ap. Stob.4.7.64. 2 like, Opp.H.5.7.
German (Pape)
[Seite 265] (ὤψ), mit entgegengekehrtem Antlitz; gerade ansehend, ἀντωπὰ βλέφαρα Eur. I. A. 584; ἀντωπὸς βλέψας Strat. 38 (XII, 196); ὅσα τῆς ὄψεως ἀντωπά, die Theile des Gesichts von vorn, Luc. Imagg. 6; übh. entgegen, θάλασσα ἀντωπὸς πρὸς βάθος εἰσάγεται Agath. 57 (X, 14); vgl. Mel. 117 (Plan. 134); dah. ἀντ. μακάρεσσι γένος, ähnlich, Opp. Hal. 5, 7. – Adv. ἀντωπόν = ἀντικρύ, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντωπός: -όν, (ὤψ), ὁ ἀντιβλέπων, ὁ ἀτενίζων κατὰ πρόσωπον, ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισιν ἔρωτα δέδωκας Εὐρ. Ι. Α. 585· τῆς ὄψεως ἀντωπά, τὰ ἔμπροσθεν μέρη τοῦ προσώπου, Λουκ. Εἰκ. 6: ἐναντίος, ἀπέναντι, ἔμπαλιν ἀντωπὸς Ἀνθ. Π. 10. 14: - ὡσαύτως, ὅμοιος, ἀντωπὸν μακάρεσσι κάμεν γένος Ὀππ. Ἁλ. 5. 7· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀντωπός· λαμπρός, ἀντίος, τοῖς ὄμμασιν», «ἀντωπόν· ἀντόφθαλμον» ὁ αὐτ.