ἄδηλος

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδηλος Medium diacritics: ἄδηλος Low diacritics: άδηλος Capitals: ΑΔΗΛΟΣ
Transliteration A: ádēlos Transliteration B: adēlos Transliteration C: adilos Beta Code: a)/dhlos

English (LSJ)

ον,

   A unseen, invisible, of a fish, ποιεῖν ἑαυτὸν ἄ. Arist.HA620b31; ἄ. χιτών, of the hyaloid membrane of the eye, [Gal.]14.712; unknown, obscure, Hes.Op.6; τὸν ἄ. ἄνδρα . . ἰχνεύειν S.OT475; ἐὰν δὲ . . ἄ. ὁ κτείνας ᾖ Pl Lg.874a; of troops, ἄ. τοῖς πολεμίοις X.Cyr.6.3.13; εἰς τὸ ἄ. ἀποκρύπτειν Id.Eq.Mag.5.7.    II mostly of things, ἄ. θάνατοι death by an unknown hand, S.OT496; ἄ. ἔχθρα secret enmity, Th. 8.108; ῥεῖ πᾶν ἄδηλον melts all to nothing, S.Tr.698; inscrutable, E.Or.1318.    b neut., ἄδηλόν [ἐστι] εἰ . . it is uncertain whether... Pl.Phdr.232e, al.; ἄ. μή . . Id.Phd.91d: abs., ἄ. ὄν Th.1.2; ἐν ἀδήλῳ εἶναι Antipho 5.6; ἐν ἀδηλοτέρῳ εἶναι X.HG7.5.8; ἐξ ἀδήλου ἔρχεται [σελήνη] S.Fr.871.5; also . agreeing with the subject (like δίκαιός εἰμι) , παῖδες ἄ. ὁποτέρων, = ἄδηλον ὁποτέρων παῖδές εἰσιν, Lys. 1.33; ἀδήλοις . . πῶς ἀποβήσεται, = ἃ ἄ. ἐστι πῶς ἀ., Arist.EN1112b9, cf. X.Mem.1.1.6.    2 not evident to sense, ὄψις τῶν ἀ. τὰ φαινόμενα Anaxag.21a, cf. Epicur.Ep.1p.6U.; opp. φανερόν, Phld.Sign.6, al.; opp. ἐναργές, ib.14, cf. Diog.Oen.8.    3 unintelligible, φωνή 1 Ep.Cor.14.8.    4 unproved, Stoic.2.89.    III Adv. -λως secretly, Th.1.92, etc.: Sup. -ότατα Id.7.50.

German (Pape)

[Seite 33] unbekannt, Seph. ἀνήρ O. R. 475; θάνατος 496, verborgen. Ggstz τὰ φανέντα Ai. 632; γνώμη, unsicher, unglaubwürdig, O. R. 608. – In Prosa: unsichtbar, ἀφανισθεῖσα ἄδηλος γίνεται Plat. Rep. IV, 432 b; gew. unbekannt, oft im neutr., es ist unbekannt, ungewiß, mit folgdm εἰ, Phaedr. 232 e; od. einem Fragworte, ἄδηλον ὄν (da unsicher war), ὁπότε τις ἀφαιρήσεται Thuc. 1, 2; οὕστινας ὠφέληκε Plat. Gorg. 511 e; ὅπως ἀποβήσοιτο Xen. Mem. 1, 1, 6; – c. partic., οὐκ ἄδηλος ἦν ὁ κόσμος λυθησόμενος, es war offenbar, daß er, Isocr. 12, 116; – unmerklich, Plat. Polit. 270 e; Menex-249 a. – Adv. ἀδήλως, nicht offenbar, im Geheimen, Thuc. 1, 92 ἄχθομαι, wie Plut. Them. 19 χαλεπαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδηλος: -ον, ὁ μὴ βλεπόμενος ἢ γινωσκόμενος, ὅθεν ἄγνωστος, ἀφανής, ἄσημος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 6 (πρβλ. ἀρίζηλος)· τὸν ἄδ. ἄνδρα … ἰχνεύειν, Σοφ. Ο. Τ. 475· ἐὰν δὲ … ἄδ. ὁ κτείνας ᾖ, Πλάτ. Νόμ. 874Α· ποιεῖν ἑαυτὸν ἄδ., Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 37, 5. ΙΙ. ὡς τὰ πολλὰ ἐπὶ πραγμάτων, ἄδ. θάνατοι, θάνατοι δι’ ἀγνώστου χειρός, Σοφ. Ο. Τ. 496· ἄδ. ἔχθρα, κρυφία ἔχθρα, Θουκ. 8. 108· ῥεῖ πᾶν ἄδηλον, ὁλόκληρον διαρρέει εἰς τὸ μηδέν, Σοφ. Τρ. 698· ἄδ. τινι, ἀπαρατήρητα εἴς τινα, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 13· ἄδ. τινι εἰ .., Πλάτ. Φαῖδρ. 232Ε. β) οὐδέτερ., ἄδηλόν [ἐστιν] εἰ ..., ὅτι ..., εἶναι ἀμφίβολον ἐάν ..., ἄγνωστον ὅτι ..., συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ, ὡς ἄδηλον μὴ ..., Πλάτ. Φαίδων, 91D· ἀπολ., ἄδηλον ὂν, ὂν μὴ βέβαιον, Θουκ. 1. 2· οὕτω καί, ἐν ἀδήλῳ εἶναι, Ἀντιφῶν 130, 4· ἐν ἀδηλοτέρῳ εἶναι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 8· ἐξ ἀδήλου ἔρχεται [[[σελήνη]]], Σοφ. Ἀποσπ. 713· εἰς τά ἄδ., ἀντίθ. τῷ ἐν τῷ φανερῷ, Ξεν. Ἱππαρχικ. 5, 7· ἀλλὰ καὶ γ) ἄδηλος ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ὑποκείμενον (ὡς : δίκαιός εἰμι), παῖδες ἄδηλοι ὁποτέρων = ἄδηλον ὁποτέρων παῖδές εἰσιν, Λυσ. 95. 1· ἀδήλοις ... ὅπως ἀποβήσεται = ἃ ἄδηλά ἐστιν ὅπως ἀπ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 10· πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 6. δ) Παρ’ Εὐρ. Ὀρ. 1318. ἡ λέξις ἔχει σχεδὸν ἐνεργ. σημασίαν· χρόᾳ δ’ ἀδήλῳ τῶν δεδραμένων πέρι, μετὰ χροιᾶς μὴ προδιδούσης τι περὶ τῶν πεπραγμένων. ΙΙΙ. ἐπίρρ., -λως, κρυφίως, Θουκ. 1. 92, κτλ: - ὑπερθ. -ότατα, ὁ αὐτ. 7. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne se montre pas, qu’on ne voit pas, invisible : ἄδηλος ἔχθρα THC secrète inimitié;
2 qui ne laisse rien voir, qui ne trahit rien, impénétrable (visage, etc.);
3 obscur, incertain, inconnu : ἄδηλος θάνατος SOPH mort donnée par une main inconnue ; ἄδηλόν (ἐστιν) ὅτι ou εἰ, ὅστις, ὅπως, etc. ATT c’est une chose incertaine si, qui, comment, etc. ; ἄδηλον μή PLAT il n’est pas sûr que … ne, il est à craindre que ; abs. ἄδηλον ὄν THC parce qu’on ne savait pas (si, etc.).
Étymologie: ἀ, δῆλος.