ἀναδύομαι
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
Ep. 3sg. ἀνδύεται [ῠ] Il.13.225: fut. -δύσομαι [ῡ]: aor. ἀνεδῡσάμην, Ep. 3sg. -ατο or -ετο: aor. intr. ἀνέδῡν, subj. ἀναδύῃ or opt. ἀναδύη [ῡ] Od.9.377: pf. ἀναδέδῡκα: (v. δύω):—
A come up, rise, esp. from the sea, c. gen., ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς ἠΰτ' ὀμίχλη Il.1.359; ἀνεδύσατο λίμνης Od.5.337: c. acc., ἀνεδύσετο κῦμα θαλάσσης Il.1.496: abs., εἴπερ ἀναδύσει πάλιν Ar.Ra.1460; Ἀφροδίτη ἀναδυομένη, a famous picture by Apelles, Str.14.2.19, Plin.HN35.91, cf. AP12.207 (Strat.). II shrink back, withdraw, Od.9.377; ἀναδῦναι ἂψ λαῶν ἐς ὅμιλον Il.7.217; hesitate, shirk, ἕτοιμός εἰμ' ἔγωγε, κοὐκ ἀναδύομαι, δάκνειν Ar.Ra.860, cf. Lys.16.15, X.Smp.5.2, D.8.50, 19.210, Men.Epit.205; of rivers, fail, Plu.Thes.15. 2 rarely c. acc., draw back from, shun, ἀνδύεται πόλεμον Il.13.225, cf. D.H.5.52; ἀναδύεσθαι τὰ ὡμολογημένα back out of one's admissions, Pl.Tht. 145c.
German (Pape)
[Seite 187] fut. ἀναδύσομαι, aor. ἀνέδυν, perf. ἀναδέδακα (s. δύω), 1) hervortauchen aus der Tiefe, ἁλός Il. 1, 359; ἀνεδύσετο λίμνης Od. 5, 337; κρήνης Ap. Rh. 1, 1128; mit dem acc., ἥ γ' ἀνεδύσετο κῦμα θαλάσσης Il. 1, 496; gew. ohne Casus; bes. vom Aufgehen der Sonne, die aus dem Meere aufzutauchen scheint; Ἀφροδίτη ἀναδυομένη, die aus dem Meere steigende, ein Gemälde des Apelles. – 2) sich zurückziehen, zurücktreten, ἐς ὅμιλον Il. 7, 217; μή τις ἀναδύη Od. 9, 377; ἀνδύεται πόλεμον, er meidet den Kampf, Il. 13, 225; gew. abs., Xen. conv. 5, 2; Lys. 16, 15; ἐὰν δέῃ τι ποιεῖν, ἀναδυόμενοι Dem. 8, 77, u. öfter; neben μέλλω, zaudern, Ep. 1; τὴν ἔξοδον, die Expedition vermeiden, Pol. 4, 7, 6; – c. inf., δάκνειν οὐκ ἀναδ., neben ἕτοιμός εἰμι, Ar. Ran. 859. – Dah. μὴ ἀναδύου τὰ ὡμολογημένα, nimm dein Zugeständniß nicht zurück, Plat. Theaet. 145 c. – Von Flüssen, zurücktreten, Plut. Thes. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδύομαι: Ἐπ. γ΄ ἑν. ἀναδύεται [ῠ]: μέλλ. -δύσομαι [ῡ]: ἀόρ. ἀνεδῡσάμην, Ἐπ. γ΄ ἑν. -ατο ἢ -ετο: ἀποθ. μετὰ ἐνεργ. ἀορ. ἀνέδῡν, ὑποτακτ. ἀναδύῃ ἢ εὐκτ. ἀναδύη [ῡ] Ὀδ. Ι. 377, ἀπαρ. ἀναδῦν, κατ’ ἀποκοπ. ἀντὶ τοῦ ἀναδῦναι, ὑποδειχθὲν ὑπὸ τοῦ Δινδορφ. πρὸς ἀντικατάστασιν τοῦ ἀνιδεῖν ἐν Αἰσχύλ. Χο. 807: πρκμ. ἀναδέδῡκα (ἴδε δύω), ἀνέρχομαι, ἀναβαίνω, ἰδίως ἐκ τῆς θαλάσσης, μετὰ γεν., ἀνέδυ πολιῆς ἀλὸς ἠΰτ’ ὀμίχλη Ἰλ. Α. 359· ἀνεδύσατο λίμνης Ὀδ. Ε. 337· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἀνεδύσετο κῦμα θαλάσσης Ἰλ. Α. 496: ἀπολ., εἴπερ ἀναδύσει πάλιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1460· οὕτως, Ἀφροδίτη ἀναδυομένη, περίφημος εἰκὼν τοῦ Ἀπελλοῦ, Πλίν. 35. 36, 15. 2) ἐπὶ ποταμῶν, οἵτινες ἐξηφανίσθησαν ἐντὸς τῆς γῆς, ἀναφαίνομαι, ἀνέρχομαι πάλιν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 24. ΙΙ. ὀπισθοχωρῶ, ἀποσύρομαι, ὑποχωρῶ, Ὀδ. Ι. 377· ἀναδῦναι ἂψ λαῶν ἐς ὅμιλον Ἰλ. Η 217· ὑποστρέφω, ἀποσύρομαι ὀπίσω, ἀποδειλιῶ, Λατ. tergiversari, ἕτοιμός εἰμ’ ἔγωγε, κοὐκ ἀναδύομαι, δάκνειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 860, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 5. 5. Δημ. 102. 12., 109. 12., 406. 20: - ἐπὶ πηγῶν = ἐκλείπω, Πλουτ. Θησ. 15. 2) σπαν. μετ’ αἰτ., ἀποσύρομαι, ἀποφεύγω, ἀναδύεται πόλεμον Ἰλ. Ν. 225· κατὰ μίμησιν τοῦ ὁποίου ὁ Πλάτων ἔχει, ἀλλὰ μὴ ἀναδύου τὰ ὡμολογημένα, μὴ προσπάθει ν’ ἀποφύγῃς τὰ ὡμολογημένα, Θεαίτ. 145C, πρβλ. Εὐθύδ. 302Ε.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἀνέδυν, pf. ἀναδέδυκα;
1 (ἀνά, en haut) se lever hors de, surgir : ἁλός IL du sein de la mer ; avec acc. ἡ δ’ ἀνεδύσατο κῦμα θαλάσσης IL elle s’éleva sur les flots de la mer;
2 (ἀνά, en arrière) se dérober (litt. se plonger) : ἐς ὅμιλον IL rentrer dans la foule des guerriers ; avec acc. ἀν. πόλεμον IL reculer devant un combat ; abs. reculer : οὗ σεμνότητος ἔργον ἀνδυώμεθα EUR là où la fierté sera de mise, retirons-nous pudiquement, càd réservons notre pudeur pour les cas où la retenue sera à sa place ; refuser.
Étymologie: ἀνά, δύομαι.