ξουθός

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξουθός Medium diacritics: ξουθός Low diacritics: ξουθός Capitals: ΞΟΥΘΟΣ
Transliteration A: xouthós Transliteration B: xouthos Transliteration C: ksouthos Beta Code: couqo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A rapidly moving to and fro, nimble, φεύγετε τῆς ξουθῆς δειλότεροι κεμάδος Herodic. ap. Ath.5.222a ; κόμαι . . ξουθοῖσιν ἀνέμοις ἐνετρύφων φορούμεναι in the rustling breezes, Chaerem.1.7 ; ξ. ἀλκυόνες AP9.333 (Mnasalc.) ; ξ. πτέρυγες rustling, whirring wings of the Dioscuri, h.Hom.33.13 ; whirring or steadily-beating wings of the eagle, B.5.17 ; ξουθᾶν ἐκ πτερύγων ἁδὺ κρέκουσα μέλος, of the cricket, AP7.192 (Mnasalc.).    2 chirruping or trilling larynx of the nightingale, ἐλθὲ διὰ ξουθᾶν γενύων ἐλελιζομένα θρήνοις ἐμοῖς ξυνεργός E.Hel.IIII (lyr.) ; ἐλελιζομένη διεροῖς μέλεσιν γένυος ξουθῆς Ar.Av.214 (anap.) ; δι' ἐμῆς γένυος ξουθῆς μελέων Πανὶ νόμους ἱεροὺς ἀναφαίνω ib.744 (lyr.) ; of the nightingale itself, trilling, οἷά τις ξουθὰ . . Ἴτυν Ἴτυν στένουσ' . . ἀηδών A.Ag.1142 (lyr.) ; ὦ φίλη, ὦ ξουθή, ὦ φίλτατον ὀρνέων πάντων Ar.Av.676 (lyr.), cf. Theoc.Ep.4.11 ; of song-birds in general, ξ. λιγύφωνα ὄρνεα Lyr.Alex.Adesp.7.1 ; ξ. χελιδών twittering swallow, Babr.118.1.    3 of the bee, either nimble, or humming (cf. ξουθόπτερος), S.Fr.398.5, E.IT165 (anap.), 635, Pl.Epigr.32.6, Antiph.52.7, Theoc.7.142, AP9.226.1 (Zon.), v.l. in APl.4.305.3 (Antip.).    4 of the sound produced by a trilling larynx or vibrating wing, ξουθὸν μέλος (of a song-bird) chirruping note, Opp.H.4.123 ; οὔρεσι καὶ σκιεραῖς ξουθὰ λαλεῦντα νάπαις, of the τέττιξ, AP9.373.4.    5 ξ. ἱππαλεκτρυών perh. nimble horse-cock, A.Fr.134, parodied in Ar.Pax 1177, Av.800, Ra.932.    II golden yellow, ξουθῶν τε σπονδὰς μελιτῶν Emp.128.7 (ap.Porph.Abst.2.21 ; ξανθῶν ap.Ath.12.510d) ; ξουθὸς μὲν πρόπαν εἶδος, of a species of wolf, Opp.C.3.297 (ξανθὸς one cod.) ; but ξουθὸν ἀπ' ἀνέρος αἷμα πάσασθαι red blood, Opp.H.2.452 (v.l. ξανθὸν ὑπ').

German (Pape)

[Seite 280] auch 2 Endgn, wie ξανθός, gelblich, bräunlich (nach Ath. eine Mittelfarbe zwischen ξανθός u. πυῤῥός); ἀηδών, Aesch. Ag. 1113; ξουθῆς μελίσσης, Soph. frg. 464, wie Eur. I. T. 634; διὰ ξουθᾶν γενύων, Hel. 1111, wie Ar. Av. 214 von der Nachtigall; u. so ἀηδονίδες, Theocr. ep. 4, 11; ἱππαλεκτρυών Ar. Pax 1143 Ran. 930; sp. D. – Bei den Bienen erklärten es Einige für schnell, wie Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c sagt: ξουθοῖσιν ἀνέμοις φορούμενοι; doch scheint hier die Bdtg »sein«, »zart« vorzuziehen, wie Phot. erkl., λεπτόν, ἁπαλόν, wenn man nicht eine bei späteren Dichtern wohl vorkommende Umstellung der Begriffe annehmen u. ξουθοῖσιν zum Vorigen ziehen will, wie Ep. ad. 416 (IX, 373), σκιεραῖς ξουθὰ λαλεῦντα νάπαις, von der Cicade gesagt, deren Flügel sonst ξουθά heißen.

Greek (Liddell-Scott)

ξουθός: -ή, -όν, ἐπὶ χρώματος, ὡς φαίνεται, μεταξὺ τοῦ ξανθοῦ καὶ τοῦ πυρροῦ (καθ’ Ἡσύχ.: «ξουθά· οὐ μόνον ξανθά, ἀλλὰ καὶ λευκὰ καὶ πυρρά»), κιτρινωπός, ξανθόμαυρος, ἐπίθετ. τῆς μελίσσης (πρβλ. ξουθόπτερος), ξουθῆς μελίσσης ξηρόπλαστον ὄργανον Σοφ. Ἀποσπ. 464, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 165, 633· ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142, Ἀριστοφ. Ὄρν. 676, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 11· ἀλλαχοῦ ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ τῆς ἀηδόνος, διὰ ξουθῶν γενύων ἐλελιζομένα Εὐρ. Ἑλ. 1111· ἐλελιζομένη μέλεσιν γένυος ξουθῆς Ἀριστοφ. Ὄρν. 224˙ δι’ ἐμῆς γένυος ξουθῆς μελέων... νόμους ἱεροὺς ἀναφαίνω αὐτόθι 744. ΙΙ. τὰ τελευταῖα ταῦτα χωρία φαίνεται ὅτι ἐννοοῦντο ὡς ἀναφερόμενα εἰς τὸν ἦχον οὐχὶ εἰς τὸ χρῶμα, ὅθεν αἱ φράσεις: ξουθὴ χελιδών, Βαβρ. 118. 10˙ ξ. μέλος, Ὀππ. Ἁλ. 4. 123˙ τέττιξ ξουθὰ λαλῶν, Ἀνθ. Π. 9. 373˙ ξ. πτέρυγες, ἐπὶ τῆς ἀκρίδος, αὐτόθι 7. 192˙ ξουθοὶ ἄνεμοι Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608D. Ὁ Ἡσύχ. Καὶ οἱ γραμματ. (μεταξὺ πολλῶν ἄλλων σημασιῶν) ἀποδίδουσιν εἰς τὴν λέξιν καὶ τὴν σημασίαν: λεπτός, ἁπαλός, ὑγρός, ὀξύς (πιθαν. διὰ τὴν ὑποτιθεμένην τῆς λέξεως παραγωγὴν ἐκ τοῦ ξύω, ξέω), ἴδε Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111. - Ἡ λέξις δὲν ἀπαντᾷ εἰ μὴ μετὰ τὸν Πίνδ., καὶ τότε δὲ πιθανῶς μόνον παρὰ ποιηταῖς˙ - ἀλλά, ΙΙΙ. Ξοῦθος ὡς κύριον ὄνομα εὕρηται ἐν Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 28.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’un jaune d’or.
Étymologie: cf. ξανθός.