γαῖα
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ἡ, gen.
A γαίης Hom. (and Antiph., v. infr.), Trag. γαίας, dat. γαίᾳ A.Pers.618, S.Aj.659, E.Med.736, etc., acc. γαῖαν: nom. γαίη only in late Poets, IG14.1935, etc.; Dor. γαίᾱ ib.803 (Naples): pl. γαῖαι Od. (v. infr.), LXX 4 Ki.18.35, al.:—poet. for γῆ, land, country, φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν to one's dear fatherland, Il.2.140, al.; γαῖάν τε τεὴν δῆμόν τε Od.8.555: pl., οὐδέ τις ἄλλη φαίνετο γαιάων 12.404, D.P.882. 2 earth, χυτὴ γ. earth thrown up to form a cairn, Il.23.256; ὦ γ. κεραμί, of potters' earth, Eub.43, cf. Sannyr.4; κύτος πλαστὸν ἐκ γαίης Antiph.52.3; the forms γαιῶν, γαίαις, γαίας in codd. of LXX are written for γεῶν, etc. 3 earth, as an element, ὑμεῖς . . ὕδωρ καὶ γ. γένοισθε Il.7.99; ἐμοῦ θανόντος γ. μειχθήτω πυρί Trag.Adesp.513; γαίης καὶ ὕδατος ἐκγενόμεσθα Xenoph.33, cf. Emp.17.18, 109.1, etc. II the earth, Theoc.18.20: elsewh. Γαῖα, as pr. n., Earth, Hes. Th.45, A.Eu.2, etc. (The usu. form in Hom.; used in Trag. metri gr. and by Com. in paratrag., v. supr.)
German (Pape)
[Seite 470] ἡ, ion. u. poet. = γῆ, welches zu vgl., Erde, Erdboden, entstanden aus γαία, eigentlich = »die Erzeugerinn«, insofern die Erde Pflanzen u. s. w. hervorbringt, γαώ, γέγαα, γίγνομαι; vgl. φυσίζοος αἶα Iliad. 3, 243, γῆ φυσίζοος 21, 63, ζείδωρον ἄρουραν Odyss. 3, 3; Hom., Pind., Tragg. u. sp. D., die auch γαίη sagten, z. B. Ep. ad. 727 (App. 153). S. N. pr. Sowohl im Ggstz von πόντος, die Erde, das Land, Od. 5, 46. 9, 69, als ein bestimmtes Land, γαίης Φαιήκων Odyss. 5, 280; Ἀχαιίδα γαῖαν Odyss. 21, 107; Λήμνου γαῖαν Odyss. 8, 301; bes. oft πατρὶς γαῖα, die vaterländische Erde, das Vaterland. Auch im plur., γαιάων Odyss. 8, 284. 12, 404. 14, 302; vgl. Dion. P. 882;
Greek (Liddell-Scott)
γαῖα: ἡ γεν. γαίης, Ὅμ. (καὶ Ἀντιφ. ἔνθα κατωτ.), αἰτιατ. γαίας, δοτ. γαίᾳ, Αἰσχύλ Πέρσ. 618, Σοφ. Αἴ. 659, Εὐρ. Μηδ. 736, κτλ. αἰτ. γαῖαν· ὀνομαστική τις γαίη μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀνθ. ΙΙ. παραρτ. 153, 172· Δωρ. γαίᾱ, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 563· -πληθ. γαῖαι Ὀδ. Ἑβδ. Ποιητ. ἀντὶ τοῦ γῆ, χώρα, τόπος, πατρὶς παρ’ Ὁμ., συχν., φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν, εἰς τὴν ἀγαπητὴν πατρίδα, γαῖάν τε τεὴν δῆμόν τε Ὀδ. Θ.555· καὶ οὕτω κατὰ πληθ. οὐδέ τις ἄλλη φαίνετο γαιάων Μ.404. 2) χῶμα, χυτὴ γαῖα, ἐπισωρευθεῖσα πρὸς σχηματισμὸν λοφίσκου, Ἰλ. Ψ. 256· ἴδε κατωτ. Παρ’ Ὁμ. γαῖα εἶναι ὁ συνηθέστατος τύπος· γίνεται δὲ χρῆσις αὐτοῦ ὡσαύτως παρὰ τραγ. ὅπως καὶ τοῦ αἷα ὁπόταν τὸ μέτρον ἀπαιτήσῃ· ἐνίοτε καὶ παρὰ κωμ., ὦ γαῖα κεραμί, ἐπὶ τοῦ πηλοῦ ἢ χώματος κεραμέως, Εὔβουλ. Καμπ. 2, πρβλ. Σαννυρ. Γελ. 4· κύτος πλαστὸν ἐκ γαίης Ἀντιφ. Ἀφροδ. 1.2. ΙΙ. Γαῖα, ὡς κύρ. ὄνομα, Gaia, Tellus, ἡ γῆ, σύζυγος τοῦ Οὐρανοῦ, μήτηρ τῶν Τιτάνων, Κυκλώπων καὶ ἄλλων τεράτων, Ἡσ. Θ. 45. –Πρβλ. αἷα.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
poét. c. γῆ.