καλλιερέω

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐερέω Medium diacritics: καλλιερέω Low diacritics: καλλιερέω Capitals: ΚΑΛΛΙΕΡΕΩ
Transliteration A: kallieréō Transliteration B: kalliereō Transliteration C: kalliereo Beta Code: kalliere/w

English (LSJ)

pf.

   A κεκαλλιέρηκα Ph.1.319: plpf. ἐκεκαλλιερήκειν X. Cyr.6.4.12: (ἱερόν):—have favourable signs in a sacrifice, obtain good omens, of the person, κἂν καλλιερῆτε Pl.Com.51, cf. X. l. c., IG12.45.5, etc.:—also in Med., Hdt.6.82, Isoc.14.60, X.An.5.4.22, etc.; ἐς τὸν (sc. ποταμὸν) . . ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους (where ἐς τόν is constructed with σφάζοντες) Hdt.7.113.    2 c. acc., sacrifice with good omens, ταῖς Νύμφαις τὰν ἀμνόν Theoc.5.148; καλλιερεῖν βοῦν prob. l. in Orac. ap. D.21.53; ἑαυτὸν τῷ πατρίῳ νόμῳ Plu.Alex.69: abs., κ. τοῖς θεοῖς X.Eq.Mag.3.1, cf. Pl.Lg.791a:—Med., Ar.Pl.1181:— Pass., ἐὰν καὶ καλλιερηθῇ τοῖς θεοῖς Men.319.8; τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσθαι S.E.P.1.149.    II of the offering, give favourable omens, καλλιερησάντων [τῶν ἱρῶν] Hdt.9.19; καλλιερῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο (sc. τὰ ἱρά) Id.7.134: c. inf., οὐκ ἐκαλλιέρεε ὥστε μάχεσθαι Πέρσῃσι Id.9.38; οὐκ ἐκαλλιέρεε οὐδαμῶς διαβαίνειν μιν Id.6.76:—Med., ὡς οὐδὲ ταῦτα ἐκαλλιερεῖτο X.HG3.1.17.

German (Pape)

[Seite 1309] günstig, glücklich opfern, ein Opfer darbringen, das nach den im Opferthiere gefundenen Zeichen den Göttern angenehm ist u. somit Glück für ein Unternehmen verheißt; οἷς ἂν καλλιεροῦντες θύωοι Plat. Legg. VII, 791 a; ἐκεκαλλιερήκει Xen. Cyr. 6, 4, 12; Sp., οὐκ ἐκαλλιέρει μέχρις εἴκοσι Plut. Aemil. P. 17; ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνόν Theocr. 5, 148. So auch im med., ἐς τὸν ποταμὸν οἱ μάγοι ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους λευκούς Her. 7, 113; Xen. An. 5, 4, 22; aor., Cyr. 1, 5, 5; vgl. Ar. Plut. 1181. Aber pass. ist τὰ ἱερὰ ἐκαλλιερεῖτο Xen. Hell. 3, 1, 17. – Mit dem inf., οὐ γὰρ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν, er erlangte keine günstigen Zeichen, um überzusetzen, Her. 6, 76; ὥςτε μάχεσθαι 9, 38; intr., καλλιερῆσαι τοῖς θυομένοις οὐκ ἐδύνατο, sc. ἱερά, die Opfer konnten nicht gelingen, nicht unter glücklichen Vorzeichen zu Stande kommen, 7, 134, vgl. 9, 19 καλλιερησάντων τῶν ἱερῶν ἐπορεύοντο. – S. Emp. pyrrh. 1, 149 sagt ἐν Ταύροις νόμος ἦν τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

καλλῐερέω: Ἰων. καλλιρέω (Δινδ. περὶ Διαλ. Ἡροδ. XXXVII)· πρκμ. κεκαλλιέρηκα, ἴδε Ξεν. Κύρ. 6. 4, 12· (ἱερόν). Ἔχω εὐνοϊκὰ σημεῖα ἔν τινι θυσίᾳ, λαμβάνω καλοὺς οἰωνοὺς ἐπί τινι ἐπιχειρήσει, Λατιν. litare, perlitare, ἐπὶ προσώπου, κἂν καλλιερῆτε γλῶτταν ἀγαθὴν πέμπετε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διὶ κακουμένῳ» 4, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 4, 12, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρόδ. 6. 82, Ἰσοκρ. 308Α, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22, κτλ.· παρ’ Ἡροδ. 7. 113, ἐς τὸν (δηλ. ποταμὸν)... ἐκαλλιρέοντο σφάζοντες ἵππους, - τὸ ἐς τὸν συναπτέον τ ῷ σφάζοντες. 2) μετ’ αἰτ., θυσιάζω μετὰ καλῶν οἰωνῶν, ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν Θεόκρ. 5. 148· καλλιερεῖν βοῦν Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 21 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Saupp. κοινῶς: καὶ ἄλλ’ ἱερεῖα)· ἑαυτὸν Πλουτ. Ἀλέξ. 69· ἀπολ., κ. τοῖς θεοῖς Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 791Α· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Πλ. 1181. - Παθ., ἐὰν καὶ καλλιερηθῇ τοῖς θεοῖς Μένανδρ. ἐν «Μέθῃ» 1. 8. ΙΙ. ἐπὶ αὐτῆς τῆς θυσίας, παρέχω καλοὺς οἰωνοὺς, εἶμαι εὐοίωνος, καλλιρησάντων τῶν ἱρῶν (οὕτως ὁ Λίβιος, litato, perlitato) Ἡρόδ. 9. 19· καλλιρῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο τὰ ἱρὰ, αἱ θυσίαι δὲν παρεῖχον καλοὺς οἰωνούς, ἦσαν ἐπιμόνως δυσοίωνοι, ὁ αὐτ. 7. 134· ὥς σφι ἐκαλλιέρεε τὰ ἱρά, τὸ πρόσω ἐπορεύοντο ὁ αὐτ. 9. 19· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἐκαλλιέρεε τοῖσι Πέρσῃσι ὥστε μάχεσθαι αὐτόθι 38· οὐδαμῶς ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν ὁ αὐτ. 6. 76· κατ’ ἀντίθεσιν δὲ πρὸς τοῦτο ἔχει ἐν 9. 39, καλὰ ἐγίνετο τὰ ἱρά· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς οὐδὲ ταῦτα ἐκαλλιερεῖτο Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: καλλιερεῖν· θύειν, ἱερουργεῖν, καλῶς τὰ ἱερὰ ποιεῖν (καλῶς τοῖς ἱεροῖς χρήσασθαι)». - Κατὰ Σουΐδ. «Ἕλληνες δὲ τότε καλλιερεῖν νομίζουσιν ὅταν δαίμονί τινι θύσαντες αἰσίων ἐπιτύχωσι σημείων ἐν τῷ ἥπατι τοῦ ἱερείου».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. καλλιερήσω, ao. ἐκαλλιέρησα, pf. κακαλλιέρηκα, pqp. ἐκεκαλλιερήκειν;
offrir un sacrifice favorable, sacrifier sous d’heureux auspices : τοῖς θεοῖς XÉN aux dieux ; τινα qqn ; avec un inf. : οὐ γὰρ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν HDT car il ne pouvait obtenir d’auspices favorables à son passage ; Pass. être offert sous d’heureux auspices, se produire avec des présages favorables;
Moy. καλλιερέομαι-οῦμαι au sens tr.
Étymologie: καλός, ἱερόν.