καταστάζω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
A shed, drip, I of persons, 1 c. acc. rei, let fall in drops upon, shed over, κ. δάκρυ τινός E.Hec.760; ἀφρὸν κατέσταζ' εὐτρίχου γενειάδος Id.HF934; also of a garment, νώτου καταστάζοντα βύσσινον φάρος S.Fr.373.3: c. acc. only, let fall in drops (sc. αἷμα), A. Fr.327. 2 c. dat. rei, run down with a thing, νόσῳ κ. πόδα to have one's foot running with a sore, S.Ph.7. II of the liquid, 1 intr., drip, trickle down, βωμοῦ from the altar, E.IT72; τάφου Id.Hel.985; δάκρυα κ. τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τὰ δὲ ἐπὶ τοὺς πόδας (v.l. for στάζω) X.Cyr.5.1.5; αἷμα κ. εἰς τὴν γῆν Luc.VH1.17; ὁ ἄκρατος κ. πρὸς ἡμᾶς Id.Luct.19. 2 trans., bedew, wet, ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει δέμας S.Ph.823, cf. E.Hec.241; ἀφρῷ Id.Supp.587.
German (Pape)
[Seite 1380] (s. στάζω), herabträufeln, herabtriefen; Aesch. frg. 340; νόσῳ καταστάζοντα διαβόρῳ πόδα Soph. Phil. 7; ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει δέμας 812, Schweiß trieft ihm vom ganzen Leibe herab; φάλαρα ἀφρῷ καταστάζοντα Eur. Suppl. 587; ἵν' αἵματος ῥοαὶ τάφου καταστάζωσι Hel. 991; einzeln in Prosa, δάκρυα καταστάζοντα τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τὰ δὲ καὶ ἐπὶ τοὺς πόδας Xen. Cyr. 6, 1, 2; – transit., herabträufeln lassen, δάκρυ Eur. Hec. 760, ἀφρὸν κατέσταζ' εὐτρίχου γενειάδος Herc. Fur. 634.
Greek (Liddell-Scott)
καταστάζω: μέλλ. -ξω. Ι. ἐπὶ προσώπων, 1) μετ. αἰτιατ. πράγμ., ἀφίνω νὰ πέσῃ ὑγρόν τι κατὰ σταγόνας ἢ στάγδην ἐπί τινος, διὸ θέλει καὶ γεν. δηλοῦσαν τὸ ἐφ’ οὗ καταρρέει ἢ καταπίπτει τι, κ. δάκρυά τινος Εὐρ. Ἑκ. 760· ἀφρὸν κατέσταζ’ εὐτρίχου γενειάδος ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 934· ὡσαύτως ἐπὶ ἐνδύματος, (πρβλ. χέω), νώτου καταστάζοντα βύσσινον φάρος Σοφ. Ἀποσπ. 342· μετ. αἰτιατ. μόνον, κάμνω νὰ στάζῃ τι ἢ πίπτῃ κατὰ σταγόνας, αἷμα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340. 2) μετὰ δοτ. πράγμ., καταρρέω ἔκ τινος, ἐκβάλλω ὕλην ἕνεκά τινος, Φιλοκτήτην διαβόρω νόσῳ κ. πόδα, οὗτινος ὁ ποὺς ἔχει διαβρωτικὴν πληγὴν στάζουσαν πύον ἢ ὁ ποὺς πυορροεῖ νοσῶν, Σοφ. Φιλ. 7· πρβλ. στάζω Ι. 2· κ. ἀφρῷ, στάζω ἀφρούς, Εὐρ. Ἱκέτ. 587. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ στάζοντος ὑγροῦ, 1) ἀμεταβ., στάζω, πίπτω κάτω κατὰ σταγόνας, κ. τινος ἢ κατά τινος, ἐπί τι, εἴς τι, πρός τι, τι·- βωμός, Ἕλλην οὗ καταστάζει φόνος, καθ’ οὗ ἢ ἐφ’ οὗ χύνεται Ἑλληνικὸν αἷμα, Εὐρ. Ι.Τ. 72· αἵματος ῥοαὶ τάφου καταστάζουσιν, καθ’ οὗ ἢ εφ’ οὗ, ὁ αὐτ. Ἑλ. 985· δάκρυ κατ. τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τά δὲ ἐπὶ τοὺς πόδας Ξεν. Κύρ. 5. 1, 4· αἷμα κ. εἰς τὴν γῆν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 17· ὁ ἄκρατος κ. πρὸς ἡμᾶς ὁ αὐτ. π. Πένθ. 19. 2) μεταβ., στάζων, σταλάζων ὑγραίνω, βρέχω τι, ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει δέμας Σοφ. Φιλ. 823· φόνου σταλαγμοὶ σὴν κατέσταζον γένυν Εὐρ. Ἑκ. 241.
French (Bailly abrégé)
1 tr. faire tomber goutte à goutte, faire dégoutter : δάκρυ τινός EUR verser des larmes sur qqn;
2 intr. tomber goutte à goutte, dégoutter : τινός de qch ; νόσῳ SOPH être atteint d’un mal qui suppure ; avec acc. dégoutter sur, inonder : δέμας τινί SOPH inonder le corps de qqn en parl. de sueur.
Étymologie: κατά, στάζω.