νύξ

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύξ Medium diacritics: νύξ Low diacritics: νυξ Capitals: ΝΥΞ
Transliteration A: nýx Transliteration B: nyx Transliteration C: nyks Beta Code: nu/c

English (LSJ)

νυκτός, ἡ,

   A night : either generally, mght-season (opp. day), or a night, ν. ἀμβροσίη Il.24.363 ; ν. ἄμβροτος Od.11.330 ; but ν. ὀλοή ib.19, Il.16.567, cf. infr. Il. 3, III ; νυκτός by night, as Adv., Od. 13.278, etc. ; οὔτε ν. οὔτ' ἐξ ἡμέρας S.El.780 ; νυκτὸς ἔτι while it was still night, Hdt.9.10 ; also τῆς νυκτός Alex.78.3, 148 ; ν. τῆσδε S. Aj.21 ; ἄκρας ν. at dead of night, ib.285 (but ἄκρῃ νυκτί at night-fall, Arat.775, ἀκρόθι νυκτός on the verge of dawn, Id.308) ; ἀωρὶ νυκτός, τῶν νυκτῶν, v. ἀωρί : in pl., τῶν νυκτῶν at nights, Ar.Ec.668 : rarely, νυκτί Hdt.7.12 ; ν. τῇδε S.El.644 ; νύκτα the night long, νύκτα φυλάσσειν to watch the night through, Il.10.312, Od.5.466 : pl., νύκτας ἰαύειν Il.9.325, Od.5.154, etc. ; δύω νύκτας, τρεῖς ν., ib.388, 17.515 : in Att., ὅλην τὴν ν. Pherecr.177, Amphis20.4 ; τὴν νύχθ' ὅλην Eub.3 ; τὰς νύκτας Diph.32.14 ; ὅλας γε καὶ πάσας τὰς ν. X.Smp.4.54 ; νύκτας τε καὶ ἦμαρ Il.5.490 ; νύκτας τε καὶ ἡμέρας Pl.Tht.151a ; οὔτε νύκτ' οὔθ' ἡμέραν E.Ba.187 ; τὴν νύχθ' ὅλην τήν θ' ἡμέραν Eub.53.1 ; νύκτα ἡμέραν ποιούμενος ἀπόστειλον (κατάπεμψον), i. e. without delay, PCair.Zen.314.7, PSI5.514.3 (both iii B. C.) ; μέσαι νύκτες midnight, Sapph.52, Pl.R.621b ; περὶ μ. νύκτας X.An.7.8.12 ; ἐν μέσῳ νυκτῶν Id.Cyr.5.3.52 ; πρωΐτερον μέσων νυκτῶν Th.8.101 ; ἔξω μέσων ν. D.54.26.    2 freq. with Preps., ἀνὰ νύκτα by night, Il.14.80 ; ἀνὰ πᾶσαν ν. all night through, Paus.1.32.4 ; διὰ νύκτα Od.19.66, etc. ; εἰς νύκτα, εἰς τὴν ν., towards night, X.Cyn.11.4, HG4.6.7 ; ἐν νυττί (νυκτί), opp. πεδ' ἀμέραν, Leg.Gort.2.14, SIG527.40 (Dreros, iii B.C.) ; κατὰ νύκτα Ar.Fr. 561 (lyr.) ; ὑπὸ νύκτα to wards nightfall, Th.4.67, X.Ages.2.19 ; μετὰ νύκτας by night, Pi.N.6.6 ; μεθ' ἡμέραν καὶ διὰ νυκτός all through the night, Pl.Criti.117e ; ἐκ νυκτός after nightfall, X.Cyr.1.4.2, LXXIs. 26.9, etc. ; ἐκ πολλῆς ἔτι νυκτός D.H.6.67 ; ἐκ νυκτῶν Thgn.460, A. Ch.287, E.Rh.13, 17 (both anap.) ; ἐκ νυκτὸς εἰς νύκτα Pl.Ax.368b ; πόρρω τῶν νυκτῶν far into the night, Id.Smp.217d, Prt.310c ; ἐπὶ νυκτί by night, Il.8.529 ; ἐφ' ἡμέρῃ αἱ δ' ἐπὶ νυκτί Hes.Op.102 ; ἐν νυκτί A. Ag.653, X.Smp.1.9, etc. ; ὀψίᾳ ἐν ν. Pi.I.4(3).36 ; ἐν ν. τῇ νῦν S.Ant. 16 ; νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις Pi.P.4.130.    3 in pl., watches of the night, ib.256 ; three such, παροίχωκεν δὲ πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων, τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται Il.10.252 ; τρίχα νυκτὸς ἔην, for τρίτον μέρος τῆς νυκτὸς ἦν, it was the third watch, i. e. next before morning, Od.12.312.    II metaph. of darkness, νυκτὶ καλύψαι Il.5.23, cf. Od. 20.351, etc.    2 metaph. of death, ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ ν. ἐκάλυψε Il.5.310, al. ; ν. Ἅιδης τε S.Aj.660.    3 in Comparisons, of anything dark and direful, νυκτὶ ἐοικώς like night, of Apollo in his wrath, Il.1.47, cf. 12.463, Od.11.606 ; τάδε νυκτὶ ἐΐσκει what is here he like ns to night, 20.362 ; ὀλεθρία ν., of a great calamity, S.OC 1684(lyr.).    III Νύξ as pr. n., the goddess of Night, Il.14.259, Hes.Op.17,Th.123,211 ; N. ὀλοή ib.224.    IV the night- or evening-quarter of heaven, the West, πρὸς νυκτός ib.275. (Cf. Lat. nox, Lith. naktis, Goth. nahts, etc.)

Greek (Liddell-Scott)

νύξ: νυκτός, ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.), καθόλου ἡ νύξ, ἡ ὥρα τῆς νυκτός, κοινῶς «νύχτα» (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἡμέραν) ἢ μία νύξ, «νυχτιά», συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., κτλ.· νυκτός, διὰ νυκτός, ἐν ὥρα νυκτός, κατὰ τὴν νύκτα, Λατ. noctu, ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Ν. 278, καὶ Ἀττ.· οὔτε ν. οὔτ’ ἐξ ἡμέρας Σοφ. Ἠλέκ. 780· νυκτὸς ἔτι, ἐν ᾧ ἦτο ἔτι νύξ, Ἡρόδ. 9. 10· (πρβλ. νύκτωρὡσαύτως, τῆς νυκτὸς Ἄλεξις ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1, ἐν «Μίδωνι» 1· ν. τῆσδε Σοφ. Αἴ. 21· ἄκρας ν., κατὰ τὴν βαθυτάτην σιγὴν τῆς νυκτός, αὐτόθι 285· καὶ ἐν τῷ πληθ., τῶν νυκτῶν, κατὰ τὰς νύκτας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 668· - σπανίως, νυκτὶ Ἡρόδ. 7. 12· ν. τῇδε Σοφ. Ἠλ. 644· - νύκτα, καθ’ ὅλην τὴν νύκτα, νύκτα φυλάσσειν, ἀγρυπνεῖν καθ’ ὅλην τὴν μακρὰν νύκτα, Ἰλ. Κ. 312., Ὀδ. Ε. 466· οὕτως ἐν τῷ πληθ., νύκτας ἰαύειν Ἰλ. Ι. 235, Ὀδ. Ε. 154, κτλ.· δύω νύκτας, τρεῖς ν. Ε. 388, Ρ. 515· παρ’ Ἀττ., ὅλην τὴν ν. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 44, Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 4· τὴν νύχθ’ ὅλην Εὔβουλος ἐν «Ἀγκυλίωνι» κ. ἀλλ.· τὰς νύκτας Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 14· ὅλας γε καὶ πάσας τὰς ν. Ξεν. Συμπ. 4, 54· - ὡσαύτως, νύκτας τε καὶ ἦμαρ Ἰλ. Ε. 490· νύκτας τε καὶ ἡμέρας Πλάτ. Θεαίτ. 151Α· οὔτε νύκτ’ οὔθ’ ἡμέραν Εὐρ. Βάκχ. 187· τὴν νύχθ’ ὅλην τὴν θ’ ἡμέραν Εὔβουλ. ἐν «Κέρκωψι» 2· - μέσαι νύκτες, μεσονύκτιον, Πλάτ. Πολ. 621Β· περὶ μέσας νύκτας Ξεν. Ἀν. 7. 8, 12 (οὐδέποτε μέσαι νύκτες)· ἐν μέσῳ νυκτῶν Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 310D. 2) συχνάκις καὶ μετὰ προσ., ἀνὰ νύκτα, κατὰ τὴν νύκτα, Ἰλ. Ξ. 80· ἀνὰ πᾶσαν ν., δι’ ὅλης τῆς νυκτός, Παυσ. 1. 32, 4· οὕτω, διὰ νύκτα Ὀδ. Τ. 66, κτλ.· - εἰς νύκτα, εἰς τὴν ν., πρὸς τὴν νύκτα, Ξεν. Κυν. 11, 4, Ἑλλ. 4. 6, 7· - κατὰ νύκτα Ἀριστοφ. Ἀπόσπασμ. 470· - ὑπὸ νύκτα, Λατ. sub noctem, Θουκ. 4. 67, Ξεν.· - μετὰ νύκτας, διὰ νυκτός, Πινδ. Ν. 6. 10· - διὰ νυκτός, διαρκούσης τῆς νυκτός, Πλάτ. Κριτί. 117Ε· - ἐκ νυκτὸς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 2, κτλ.· ἐκ νυκτῶν Θέογν. 460, Αἰσχύλ. Χο. 288, Εὐρ. Ρῆσ. 13 καὶ 17· ἐκ νυκτὸς εἰς νύκτα Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Β· - πόρρω τῶν νυκτῶν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 217D, Πρωτ. 310C· - ἐπὶ νυκτί, διὰ νυκτός, Ἰλ. Θ. 529· ἐφ’ ἡμέρῃ ἠδ’ ἐπὶ νυκτὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 102· - ἐν νυκτί, ἐν τῇ ν. Αἰσχύλ. Ἀγ. 653, Ξεν. Συμπ. 1. 9, κτλ.· ὀψίᾳ ἐν ν. Πινδ. Ι. 4. (3). 60· ἐν ν. τῇ νῦν Σοφ. Ἀντ. 16· νύκτεσσιν ἒν θ’ ἁμέραις Πινδ. Π. 4. 232. 3) ἐν τῷ πληθ., ὡσαύτως αἱ ὧραι ἢ φυλακαὶ τῆς νυκτός, αὐτόθι 4. 455, Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 310D. 4) Ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἑξῆς οἱ Ἕλληνες διῄρουν τὴν νύκτα εἰς τρεῖς φυλακάς, παρῴχωκεν δὲ πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων, τριτάτη δ’ ἔτι μοῖρα λέλειπται Ἰλ. Κ. 253· τρίχα νυκτὸς ἔην, ἀντὶ τρίτoν μέρος τῆς νυκτὸς ἦν, ἦτο ἡ τρίτη φυλακή, δηλ. ἡ ἀμέσως πρὸ τῆς πρωΐας, Ὀδ. Μ. 312. ΙΙ. τὸ σκότος τῆς νυκτός, Ὅμ.· νυκτὶ καλύπτειν, καλύπτειν διὰ τοῦ σκότους τῆς νυκτός, Ἰλ. Ε. 23., Ν. 425. 2) ἡ νὺξ τοῦ θανάτου, συχν. παρ’ Ὁμ.· ἀλλ’ αὐτὸ νὺξ Ἅιδης τε σῳζόντων κάτω Σοφ. Αἴ. 660· οὕτω καὶ ἡ νύξ, ὡς τὸ σκότος, ἦν ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν παντὸς σκοτεινοῦ καὶ φοβεροῦ πράγματος· ἐντεῦθενἈπόλλων ἐν τῇ ὀργῇ αὐτοῦ περιγράφεται ὡς νυκτὶ ἐοικώς, Ἰλ. Α. 47, πρβλ. Μ. 465, Ὀδ. Λ. 606· τάδε νυκτὶ ἐΐσκει, ταῦτα παρομοιάζει πρὸς τὴν νύκτα, δηλ. θεωρεῖ αὐτὰ ὡς σκοτεινὰ καὶ φοβερά, Υ. 362· - ἡ νὺξ ὡς εἰ ἐχθρὰ πρὸς τὸν ἄνθρωπον καλεῖται ὀλοή, Λ. 19· καὶ μνημονεύεται ὡς κακός τις δαίμων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 17, Θεογ. 224, 757· (περὶ τοῦ ἐναντίου ἴδε φάος ΙΙ)· οὕτως, ὀλεθρία ν., ἐπὶ μεγάλης τινὸς δυστυχίας, Σοφ. Ο. Κ. 1684· - ἀλλὰ τὸ ἐπίθετον ἀμβροσίη, καὶ πολλὰ χωρία παρ’ Ὁμ. δεικνύουσιν ὅτι αὐτὸς ἀνεγνώριζε τὴν ζωογόνον δύναμιν αὐτῆς. ΙΙΙ. Νὺξ ὡς κύρ. ὄνομ., ἡ θεὰ τῆς νυκτός, θυγάτηρ τοῦ Χάους, Ἰλ. Ξ. 78, 259, Ἡσ. Θ. 123, 211, 758, Ἔργ. κ. Ἡμ. 17. IV. τὸ νυκτερινὸν ἢ ἑσπερινὸν μέρος τοῦ ὁρίζοντος, οὐχὶ δηλ. τὸ βόρειον ἀλλὰ τὸ δυσμικόν, αἱ δυσμαί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐν τῇ ἀνατολῇ ἐμφάνισιν τῆς ἡμέρας, Ἡσ. Θ. 275, πρβλ. 744, 748· - τὸ αὐτὸ καλεῖται ζόφος παρ’ Ὁμ. (Ἐκ τοῦ νύξ, νυκτός, παράγονται αἱ λέξεις νύκτωρ, νύκτερος, νυκτερινός, νυκτερίς, νύχιος, κτλ.· πρβλ. τὸ Λατ. nox, noct-is, noct-u, noct-urnus, noct-ua· Σανσκρ. ni←-a· Γοτθ. naht-s· Ἀρχ. Σκανδ. nótt· Λιθ. nakt-is· Σλαυ. nost-i· - πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ nex, necis, νεκρός, κτλ., ἥτις εὑρίσκεται ἐν τῇ Σανσκρ. na←, na←-âmi (intereo), πρβλ. ὀλοὴ νύξ, ἀνωτ. ΙΙ).

French (Bailly abrégé)

νυκτός (ἡ) :
nuit :
1 p. opp. au jour : νύκτα HDT, νυκτός OD, τῆς νυκτός XÉN, νυκτί OD la nuit, de nuit ; ἀνὰ νύκτα IL de nuit ; διὰ νύκτα OD la nuit durant ; εἰς νύκτα, εἰς τὴν νύκτα XÉN à la tombée de la nuit ; ὑπὸ νύκτα de nuit ; ἐκ νυκτός XÉN à la tombée de la nuit ; ἐν νυκτί, ἐν τῇ νυκτί ATT dans la nuit ; ἐπὶ νυκτί IL de nuit ; αἱ νύκτες les heures de la nuit divisées en trois parties égales : τρίχα νυκτὸς ἔην OD c’était la troisième partie, càd le dernier tiers de la nuit, vers le matin ; μέσαι νύκτες THC minuit;
2 la nuit, c. synon. de ce qui est sombre, effrayant, menaçant : νυκτὶ ἐοικώς IL (Apollon irrité) semblable à la sombre nuit;
3 en gén. obscurité, ténèbres : νυκτὶ καλύπτειν IL cacher dans la nuit ou l’obscurité, càd rendre invisible ; particul. la nuit de la mort, les ténèbres de la mort ; les Enfers, royaume de la nuit et des ténèbres.
Étymologie: cf. lat. nox.