ἐπιγίγνομαι

From LSJ
Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγίγνομαι Medium diacritics: ἐπιγίγνομαι Low diacritics: επιγίγνομαι Capitals: ΕΠΙΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: epigígnomai Transliteration B: epigignomai Transliteration C: epigignomai Beta Code: e)pigi/gnomai

English (LSJ)

Ion. and later ἐπιγενν-γίνομαι [γῑ], fut. ἐπιγενήσομαι: aor. 2 ἐπεγενόμην: pf. ἐπιγέγονα:    I. of Time, to be born after, come into being after, ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρῃ (sc. φύλλα, nisi leg. ὥρη) 11.6.148; of persons, Hdt.7.2; οἱ ἐπιγινόμενοι ἄνθρωποι posterity, Id.9.85; οἱ ἐπιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί who came after him, Id.2.49; ἀνάγκη τὰ -όμενα κρατεῖν the new must prevail over the old, Th.1.71, cf. Pl.R.574a; ἀντὶ τῶν ἀποθανόντων ἕτεροι . . [ἐπιγενήσονται] X.Cyr.6.1.12, cf. Th.6.26; τῇ ἐπιγιγνομένῃ ἡμέρᾳ the following, the next... Id.3.75; τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους Id.4.52; χρόνου ἐπιγενομένου as time went on, Hdt.1.28, cf. Th.1.126 (v.l.); χρόνος . . παρὰ λόγον ἐπιγιγνόμενος Id.4.26; τὰ ἐπὶ τούτῳ ἐπιγενόμενα that happened after... Hdt.8.37.    2. follow, of a fleet, Th.3.77.    II. of things, come at the end, come as fulfilment, c. dat., βουλαῖς οὐκ ἐπέγεντο τέλος Thgn.640; τὸ τέλος, ἡ τελευτὴ ἐ. τινί, Hdt.3.65, 7.157; esp. of sudden changes of weather and the like, supervene, καί σφι . . ἅμα τῇ βροντῇ σεισμὸν ἐπιγενέσθαι Id.5.85; πλέουσι αὐτοῖσι χειμὼν . . ἐπεγίνετο Id.8.13, cf. Th.4.3; ἐ. σφι τέρεα Hdt.8.37; νὺξ ἐ. ib.70; νὺξ ἐ. τῷ ἔργῳ Th.4.25; ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογί seconded the flame, Id.3.74: abs., τοσαύτη ἡ ξυμφορὰ ἐπεγεγένητο Id.8.96, cf.1.16; ἐπιγενομένου νότου Act.Ap.28.13; τὴν ἐπιγινομένην ἡδονὴν . .τοῖς ἔργοις the supervening pleasure, Arist.EN1104b4; μέμψις καὶ μετάνοια ἐ. πράξεσι Plu. Tim.36.    2. come in after, ἐπὶ τῇ ναυμαχίῃ ἐ. Ἱστιαῖος Hdt.6.27, cf. Ar.Eq.136; come upon, assault, attack, τινί Th.3.30, 4.93; ἀφυλάκτοις καὶ ἐξαίφνης ἐ. Id.7.32, cf. 3.108; of disease, ἀρρωστία . D.36.7: freq. in Hp. of additional symptoms, supervene, Aph.5.2, Art.69,al.    3. befall, come to pass, Th.5.20.    4. fall to one, become due, μισθώσεις ἐ. D.36.9; τὰ ἐπιγινόμενα the accruing interest, Arist.Pol.1280a30, cf.IG12.236, al., BGU8 ii 4 (iii A.D.), etc.    5. to be incident to, δόξῃ ἐ. ψεῦδός τε καὶ ἀληθές Pl.Phlb. 37b.    6. to be added, πρός τι Arist. Cael.297a32.

German (Pape)

[Seite 932] ion. u. später ἐπιγίνομαι (s. γίγνομαι), dazu, danach entstehen, werden; von der Zeit, dazu kommen, herankommen, ἔαρος ἐπιγίγνεται ὥρη Il. 6, 148; χρόνου ἐπιγενομένου, nach Verlauf der Zeit, Her. 1, 28; τοῦ δ' ἐπιγιγνομένου θέρους, im folgenden Sommer, Thuc. 4, 52; τῇ ἐπιγιγνομένῃ ἡμέρᾳ 3, 75; νὺξ ἐπεγένετο τῷ ἔργῳ, es wurde darüber Nacht, 4, 25; καὶ ὕστερον πάσαις ἅμα ναυσὶν ἐκείνους ἐπιγενέσθαι, sie kamen später dazu, 3, 77; in feindlicher Bdtg herankommen, überfallen, οἱ ἐκ τῆς ἐνέδρας Ἀκαρνᾶνες ἐπιγενόμενοι αὐτοῖς κατὰ νώτου 3, 108; öfter von äußeren Zufällen, die bei Etwas eintreten, wie ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογί 3, 74, πνεῦμα, ὑετός, χειμών u. ä., τοσαύτη ἡ ξυμφορὰ ἐπεγεγένητο 8, 96; νόσος 2, 64; allgemein, οἷς ἀρχομένοις ἐπεγένετό τι, es stieß ihnen Etwas zu, Thuc. 5, 20; τὰ ἐναντία ἐπιγιγνόμενα, wenn das Entgegengesetzte eintritt, Antiph. 2 β 1; ἐπιγενομένης ἀῤῥωστίας αὐτῷ Dem. 36, 7. Aehnlich Her. πλώουσι αὐτοῖσι χειμών τε καὶ ὕδωρ ἐπεγίνετο 8, 13; ἐπιγίνεταί σφι τέρεα ἔτι μείζονα 8, 37; τὰ ἐπὶ τούτῳ δεύτερα ἐπιγενόμενα ibid.; – οἱ ἐπιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί, die später geborenen, späteren, Her. 2, 49; οἱ ἐπιγινόμενοι, die Nachkommen, 9, 85; Thuc. 1, 71, oft, u. Folgde; τῶν ὕστερον ἐπιγιγνομένων Plat. Legg. XII, 969 a; ἡλικίας πλῆθος ἐπιγεγενημένης Thuc. 6, 26, die nachgewachsen ist (vgl. ἀντὶ τῶν ἀποθανόντων ἕτεροι ἐπιγενήσονται Xen. Cyr. 6, 1, 12); τὰ ἐπιγενόμενα, das Neuere, 1, 70. Uebh. dazu kommen, δόξῃ ἐπιγίγνεσθον ψεῦδός τε καὶ ἀληθές Plat. Phil. 37 b. – Bei Dem. 36, 9 sind αἱ ἐπιγενόμεναι μισθώσεις die ihm zufallenden, fälligen Pachtgelder.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγίγνομαι: Ἰων. καὶ μεταγ. -γίνομαι ῑ: μέλλ. ἐπιγενήσομαι: ἀόρ. ἐπεγενόμην: πρκμ. ἐπιγέγονα: Ι. ἐπὶ χρόνου, γίνομαι κατόπιν, ἔρχομαι μετὰ ταῦτα, ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρη, ἔρχεται κατόπιν τὸ ἔαρ, Ἰλ. Ζ. 148 (κοινῶς, ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρῃ, ἐνν. τὰ φύλλα, (δηλ. ἐπιγίγνεται δὲ αὐτὰ (τὰ φύλλα) ἐν ὥρῃ ἔαρος)· ἐπὶ προσ., Ἡρόδ. 7. 2· οἱ ἐπιγιγνόμενοι ἄνθρωποι, οἱ μεταγενέστεροι, ὁ αὐτ. 9. 85· οἱ ἐπιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί, οἱ μετ’ αὐτὸν ἐλθόντες, ὁ αὐτ. 2. 49· ἀντὶ τῶν ἀποθανόντων ἕτεροι... ἐπιγενήσονται Ξεν. Κύρ. 6. 1, 12, πρβλ. Θουκ. 6. 26· τῇ ἐπιγενομένῃ ἡμέρᾳ, τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν, τῇ ἐπαύριον, ὁ αὐτ. 3. 75· τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους ὁ αὐτ. 4. 52· χρόνου ἐπιγιγνομένου, ἐνῷ ὁ χρόνος παρήρχετο, Ἡρόδ. 1. 28, Θουκ. 1. 126· χρόνος... παρὰ λόγον ἐπιγιγνόμενος ὁ αὐτ. 4. 26· τὰ ἐπὶ τούτῳ ἐπιγενόμενα, τὰ μετὰ τοῦτο γενόμενα..., Ἡρόδ. 8. 37. 2) ἔρχομαι πολὺ ἀργά, Θουκ. 3. 77. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, πραγμάτων, κλ., ἐπέρχομαι, ἐπιπίπτω, ἐπισυμβαίνω, Λατ. supervenire, μετὰ δοτ., βουλαῖς οὐκ ἐπέγεντο τέλος (συγκεκομμ.) Θέογν. 640· τὸ τέλος ἐπ. τινι Ἡρόδ. 3. 65, πρβλ. 7. 157:- ἰδίως ἐπὶ αἰφνιδίων ἀτμοσφαιρικῶν μεταβολῶν, κ.τ.τ., καί σφι... ἅμα τῇ βροντῇ σεισμὸν ἐπιγενέσθαι ὁ αὐτ. 5. 85· πλώουσι αὐτοῖς χειμὼν... ἐπεγένετο ὁ αὐτ. 8. 13, πρβλ. Θουκ. 4. 3· νὺξ ἐπ. Ἡρόδ. 8. 70· νὺξ ἐπ. τῷ ἔργῳ Θουκ. 4. 25· ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογί, ἐπηκολούθησεν, ἐπεβοήθησε τὴν φλόγα, ὁ αὐτ. 3. 74:- ἀπολ., τοσαύτη ἡ ξυμφορὰ ἐπεγεγένητο ὁ αὐτ. 8. 96, πρβλ. 1. 16· τὰ ἐπιγιγνόμενα, τὰ κατὰ διαδοχὴν γινόμενα, ὁ αὐτ. 1. 71· αἱ ἡδοναὶ ἐπιγιγνόμεναι, αἱ ἡδοναὶ ἐπερχόμεναι, Πλάτ. Πολιτ. 574A, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 3, 1. 2) ἐπέρχομαι κατόπιν, παρουσιάζομαι μετὰ ταῦτα, ἐπὶ τῇ ναυμαχίῃ ἐπ. Ἱστιαῖος Ἡρόδ. 6. 27, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 136:- ἐπέρχομαι, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, τινὶ Θουκ. 3. 30., 4. 93· ἀφυλάκτοις ἐπ. ὁ αὐτ. 7. 32, πρβλ. 3. 108· ἐπὶ νόσων, συχν. παρ’ Ἱππ., πρβλ. Θουκ. 2. 64, Δημ. 946. 14, κτλ. 3) συμβαίνω, γίγνομαι, Θουκ. 5. 20. 4) ὀφείλομαι, Δημ. 497. 7· τὰ ἐπιγιγνόμενα, ὁ προκύπτων τόκος, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 5. 5) γίνομαι εἴς τι, δόξῃ ἐπ. ψεῦδός τε καὶ ἀληθὲς Πλάτ. Φιλ. 37B. 6) προστίθεμαι, πρός τι Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14, 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιγενήσομαι;
naître après :
1 se produire à la suite de : ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρη IL la saison du printemps vient ensuite ; τῇ ἐπιγενομένῃ ἡμέρᾳ THC le jour suivant ; τοῦ ἐπιγενομένου θέρους THC l’été suivant ; οἱ ἐπιγινόμενοι ἄνθρωποι HDT la postérité ; οἱ ἐπιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί HDT les sophistes qui vinrent après lui ; τὰ ἐπὶ τούτῳ ἐπιγενόμενα HDT les événements qui suivirent;
2 arriver en outre, s’ajouter : ἅμα τῇ βροντῇ σεισμὸν ἐπιγενέσθαι HDT en même temps que le tonnerre survint aussi un tremblement de terre ; ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογί THC litt. le vent survint sur la flamme, càd vint activer la flamme;
3 survenir en gén. : τινι κατὰ νώτου THC tomber à l’improviste sur les derrières de l’ennemi ; en parl. de choses πλώουσι αὐτοῖς ἐπεγένετο χειμών HDT pendant la navigation, il leur survint du mauvais temps ; νὺξ ἐπεγένετο τῷ ἔργῳ THC la nuit survint à la fin de l’action ; abs. νὺξ ἐπεγένετο HDT la nuit survint ; ὑετὸς ἐπεγένετο THC, ἐπεγένετο νόσος THC une pluie, une maladie survint ; ἐπεγένετο κωλύματα μή avec l’inf. THC il survint des obstacles empêchant que….
Étymologie: ἐπί, γίγνομαι.

English (Autenrieth)

draw on, approach, Il. 6.148†.