ἔχθιστος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
η, ον, Sup. of ἐχθρός,
A most hateful, Ἀχιλῆϊ Il.2.220; ἔ. δέ μοί ἐσσι θεῶν 5.890, etc.; τὸν θεοῖς ἔ. θεόν A.Pr.37; ἔ. ὁρᾶν S.Aj.818; ἔ. γεγώς E.Med.467. 2 most hostile, τῶν ἡμῖν ἐχθίστων Th.2.71; ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔ., πάντες ἴστε Id.7.68: c. gen., οἱ ἐκείνου ἔ. his bitterest enemies, X.An.3.2.5: Luc. has also ἐχθίστατος Trag.246.
German (Pape)
[Seite 1125] superlat. zu ἐχθρός, von τὸ ἔχθος abgeleitet, der verhaßteste, feindseligste; Il. 5, 890; Pind. Ol. 8, 69; Aesch. Prom. 37, u. sonst bei Tragg., wie in Prosa; τὰ ἔχθιστα ὄντα ἐν τῷ σώματι φίλα ποιεῖν Plat. Conv. 186 d; gew. c. dat., z. B. μετὰ Θηβαίων τῶν ἡμῖν ἐχθίστων Thuc. 2, 72; – c. gen., Xen. πρὸς τοὺς ἐκείνου ἐχθίστους, An. 3, 2, 5. Bei Luc. Tragod. 245 auch ἐχθίστατος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔχθιστος: -η, -ον, ἀνωμάλ. Ὑπερθ. τοῦ ἐχθρός, ἔχθιστος δ’ Ἀχιλῆι, σφόδρα μισητός, Ἰλ. Β. 220· ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι θεῶν Ε. 890, κτλ.· τὸν θεοῖς ἔχθιστον… Αἰσχύλ. Πρ. 37· ἔχθιστος ὁρᾶν Σοφ. Αἴ. 818· ἔχθ. γεγὼς Εὐρ. Μήδ. 467. 2) ἐχθρικώτατος, τῶν ἡμῖν ἐχθίστων Θουκ. 2. 71· ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι, πάντες ἴστε ὁ αὐτ. 7. 68· μετὰ γεν. ὡς εἰ ἦν οὐσιαστ., οἱ ἐκείνου ἔχθιστοι, οἱ πικρότατοι αὐτοῦ ἐχθροί, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 5: ― ὁ Λουκ. ἔχει καί: ἐχθίστατος, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 245.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 très ennemi de, très hostile à, τινι ; avec un gén. : οἱ ἐκείνου ἔχθιστοι XÉN ses pires ennemis;
2 très odieux à, τινι.
Étymologie: ἔχθος ; sert de Sp. à ἐχθρός.