κέραμος

From LSJ
Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρᾰμος Medium diacritics: κέραμος Low diacritics: κέραμος Capitals: ΚΕΡΑΜΟΣ
Transliteration A: kéramos Transliteration B: keramos Transliteration C: keramos Beta Code: ke/ramos

English (LSJ)

ὁ, rare pl. κέραμα, τά, PPetr.3P.327 (iii B.C.):—

   A potter's earth, potter's clay, Pl.Ti.60d, Arist.Mete.384b19, etc.; κ. ὠμός, ὀπτώμενος, ib.380b8, 383a21.    II anything made of this earth, as    1 earthen vessel, wine-jar, ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο Il.9.469, cf. Hdt.3.96; in collective sense, pottery, Ar.Ach.902, Men.Sam.75, al.; κ. ἐσάγεται πλήρης οἴνου jars full of wine, Hdt.3.6, cf. 5.88, Alex.257.3, etc.    b jar of other material, κ. ἀργυροῦς Ptol.Euerg.7J.    2 tile, Ar.V.1295 (of a tortoise's shell); collectively, tiling, τοῦ τέγους τὸν κέραμον αὐτοῦ χαλάζαις . . ξυντρίψομεν Id.Nu.1127, cf.Fr.349, Th. 2.4; Κορίνθιος κ. IG22.1668.58; Λακωνικός ib.463.69, 1672.188; roof, Pherecr.130.6, Herod.3.44, Gal.8.26, 9.824.    3 pottery (i.e.place of manufacture), ὁ κ. ὁ χυτρικός Tab.Defix.Praef.p.iib.    III dungeon (said by Sch. to be Cyprian), χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο Il.5.387, cf. Thphr.Char.6.6 cod. M; pl., Nonn.D.16.162. (Possibly cogn. with Lat.cremo.)

German (Pape)

[Seite 1420] ὁ, Töpfererde, Töpferthon; Hom. ep. 14; Plat. Tim. 60 d; Ath. I, 28 c u. A. – Alles aus Töpfererde gemachte, Töpferwaaren, z. B. irdener Weinkrug, Il. 9, 469; κέραμος πλήρης οἴνου Her. 3, 6, öfter, übh. Flasche, Krug. – Dachziegel, καὶ τοῦ τέγους τὸν κέραμον αὐτοῦ χαλάζαις στρογγύλαις ξυντρίψομεν Ar. Nubb. 1111; λίθοις τε καὶ κεράμῳ βάλλειν Thuc. 2, 4, vgl. 4, 48; Sp., wie Hdn. 7, 13, 11; – das Dach, Antiphil. 12 Parmen. 8 (IX, 71. 114); übertr. auch von der Schildkröte, Ar. Vesp. 1295. – Auch das Gefängniß, der Kerker, χαλκέῳ δ' ἐν κεράμῳ δέδετο Il. 5, 387, nach Eustath. cyprisch.

Greek (Liddell-Scott)

κέρᾰμος: ὁ, χῶμαπηλὸς χρήσιμος τῷ κεραμεῖ, Πλάτ. Τίμ. 60D, Ἀριστ., κλ.· κέρ. ὠμός, ἀντίθετ. τῷ ὀπτώμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 7., 4. 6, 6· πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 14. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα κατεσκευασμένον ἐκ τοιούτου χώματος ἢ πηλοῦ, οἷον, 1) πήλινον ἀγγεῖν οἴνου, στάμνος, ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο Ἰλ. Ι. 469, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 96· ὡσαύτως περιληπτικῶς, πήλινα σκεύη, Ἀριστοφ. Ἀχ. 902, 905, 953, κ. ἀλλ.· κ. ἐσάγεται πλήρης οἴνου, στάμνοι πλήρεις οἴνου, Ἡρόδ. 3. 6, πρβλ. 5. 88, Ἄλεξ. ἐν «Φυγάδι» 1. 3· ἴδε κεραμεύς, κεραμίς. 2) «κεραμίδι», Ἀριστοφ. Σφ. 1295 (ἐπὶ τοῦ ὀστράκου χελώνης)· καὶ περιληπτικῶς, οἱ κέραμοι τῆς στέγης, τὰ «κεραμίδια», τοῦ τέγους τὸν κέραμον αὐτοῦ... χαλάζαις συντρίψομεν Ἀριστοφ. Νεφ. 1127, πρβλ. Ἀποσπ. 129, Θουκ. 2. 4. ΙΙΙ. εἱρκτή, φυλακή, (κατὰ τὸν Σχολ. Κυπρία χρῆσις τῆς λέξεως), χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο Ἰλ. Ε. 387· πρβλ. χήραμος. (Πρβλ. Σανσκρ. ←ra (coquere), ἴσως συγγενὲς τῇ √ΚΡΑ, κεράννυμι). ― Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 359.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. terre de potier, argile;
II. tout objet fabriqué en terre cuite :
1 vase ; au sg. avec sens collect. vaisselle, poterie;
2 tuile, brique ; au sg. avec sens collect. poterie;
3 prison.
Étymologie: R. Κραμ, brûler ; cf. lat. cremo.

English (Autenrieth)

anything of earthen ware, pot or jar, such as are sometimes found half buried in the earth (see cut), Il. 3.469; in Il. 5.387, χαλκέῳ ἐν κεράμῳ, serving as a dungeon (cf. the pit into which Joseph was thrown by his brethren).