ἀθάνατος

From LSJ
Revision as of 13:54, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθᾰνᾰτος Medium diacritics: ἀθάνατος Low diacritics: αθάνατος Capitals: ΑΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: athánatos Transliteration B: athanatos Transliteration C: athanatos Beta Code: a)qa/natos

English (LSJ)

ον, also η, ον (so regularly in sense1.1, poet. and Isoc.9.16):—

   A undying, immortal, Hom., etc.; ἀ. πρόσωπον, of Aphrodite, Sapph.1.14:— hence ἀθάνατοι, οἱ, the Immortals, Hom., Pi.Pae.6.50, etc.; ἀθάναται ἅλιαι, i.e. the sea goddesses, Od.24.47: Comp. -ώτερος Pl.Phd. 99c.    2 of immortal fame, Tyrt.12.322.    II of things, etc., everlasting, perpetual, ἀ. κακόν Od.12.118; χάρις Hdt.7.178; ἀρετή, ἀρχά, S.Ph.1420, OT905 (lyr.); κλέος, μνήμη, B.12.65, Lys.2.81; συκοφάντης Hyp.Lyc.2; ἀ. ὁ θάνατος 'death that cannot die', Amph.8; of Nisus' purple locks, ἀ. θρίξ on which life depended, A.Ch.619.    III οἱ ἀ. the immortals, a body of Persian troops in which vacancies were filled up by successors already appointed, Hdt.7.83,211; so ἀ. ἀνήρ one whose successor in case of death is appointed (as we say, the king never dies), ib.31; of a standing army, D.C.52.27.    2 maintained at a constant figure, πρόβατα PSI4.377.5 (iii B. C.), PThead.30.6 (iii A. D.); αἶγες PStrassb.30.6 (iii A. D.); διὰ τὸ ἀθάνατον (sc. τὸ παιδίον) αὐτὴν ἐπιδεδέχθαι τροφεύειν BGU1106.25 (Aug.).    IV = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.    V Adv. ἀθανάτως, εὕδειν AP9.570 (Philod.). [ᾱθ- always in the Adj. and all derivs., v. sub ἀ- 1 fin.]

Greek (Liddell-Scott)

ἀθάνᾰτος: -ον, καὶ η, ον (ὡς πάντοτε παρ’ Ὁμήρῳ, σπανίως παρὰ Τραγ., Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. 807). Ὁ μὴ θνήσκων, ἀθάνατος, τὸ ἐναντίον τοῦ θνητὸς καὶ βροτός, Ὅμ., Ἡσ., κτλ. Ἐντεῦθεν ἀθάνατοι, οἱ, = οἱ θεοί, Ὅμ. κτλ. ἀθάναται ἅλιαι, αἱ τῆς θαλάσσης θεαί, Ὀδ. Ω. 47: ― συγκρ. -ώτερος, Πλάτ. Φαίδων 99C. 2) περὶ ἀθανάτου, ἀτελευτήτου φήμης, Τυρταῖος 12. 32. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων κτλ. Αἰώνιος, ἀθ. κακόν, Ὀδ. Μ. 118· χάρις, Ἡρόδ. 7. 178· ἀρετή, ἀρχή, Σοφ. Φ. 1420., Ο. Τ. 905· ἀθ. συκοφάντης, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 3· οὕτως, ἀθ. κλέος, μνήμη, δόξα, ὀργή, κτλ. ― ἀθ. ὁ θάνατος, = ὁ θάνατος εἶναι κατάστασις ἀτελεύτητος, ὡς τὸ τοῦ Τέννυσον «death that cannot die», θάνατος ὅστις δὲν δύναται ν’ ἀποθάνῃ, Ἄμφις ἐν «Γυναικοκρατίᾳ», 1. 2) ἀθ. θρίξ, ἐκ τῆς ὁποίας ἡ ζωὴ ἐξήρτητο, Αἰσχύλ. Χο. 620. ΙΙΙ. οἱ ἀθάνατοι, σῶμα Περσικοῦ στρατοῦ, ἐν ᾧ πᾶς ἀποθνήσκων ἀνεπληροῦτο δι’ ἄλλου ἐκ τῶν προτέρων διωρισμένου, Ἡρόδ. 7, 83, 211: οὕτως ἀθ. ἀνήρ, ἐκεῖνος οὗ ὁ διάδοχος εἶναι προσδιωρισμένος ἐν περιπτώσει θανάτου, (οὕτω λέγεται παρ’ Ἄγγλοις, the King never dies δηλ. ὁ βασιλεὺς οὔποτε ἀποθνήσκει), αὐτόθι 31. IV. ἐπίρρ., ἀθανάτως εὕδειν, Ἀνθ. Π. 9. 570. [ᾱ θ - ἀείποτε ἐν τῷ ἐπιθέτῳ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, ἴδε ἐν Α, α, ἐν τέλ.].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poét. η, ον :
1 immortel ; qui concerne les immortels;
2 impérissable, éternel;
3 οἱ Ἀθάνατοι les Immortels, corps perse de 10 000 h. d’élite, où chaque soldat, en cas de mort, était remplacé par un successeur désigné d’avance ; Ἀθάνατος ἀνήρ HDT un immortel, un garde du corps.
Étymologie: ἀ, θανεῖν.

English (Slater)

ᾱθᾰνᾰτος, -α -ον (-ον; -οι, -ων, -οις, οισιν, -ους: -α, -αν; -αι, -αις(ι): -ου, -ου, ον)
   1 immortal καλεῖσθαί νιν τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον (O. 6.57) μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε (P. 3.61) ἀθανάτα Θέτις (P. 3.100) Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ' ἀθανάτου στόματος (τῆς Μηδείας εἶπεν. Σ. cf. Hes. Theog. 992.) (P. 4.11) “θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” (sc. Ἀρισταῖον) (P. 9.63) ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν (I. 2.28) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι (I. 4.40) τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν (I. 8.46) ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνα- τον πόνον i. e. of creating poetry Πα. 7B. 22. — ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος (Pae. 15.2) ]δολιχὰ δ' ὁδὸς ἀθανάτω[ν Δ. . 1. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ ἐστὶ θνατόν “hören nimmer auf” Wil. Παρθ. 1. 1. ὁ [Λοξ]ίας [[[πρό]]]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2. . τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. ἀ]θανάταισι πρ[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 10. as subs. pl., gods ἀθανάτουςκλέψαις ἀθάνατοί οἱ πάλιν (O. 1.65) Ζεύς τε καὶ (v. l. ἀθανάτων) (O. 1.60) προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι (O. 7.55) τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων (O. 8.25) χωρὶς ἀθανάτων (O. 9.41) ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι (P. 3.82) ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ (P. 12.4) παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν (N. 1.58) Ζεὺς θανάτων βασιλεὺς (N. 5.35) ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις (N. 6.5) ἀθανάτων βασιλεὺς (N. 10.16) τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος (I. 4.59) ὀ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος (I. 7.39) ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (I. 8.59) ]καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury.) Πα. . . πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2.