αἰνίσσομαι

From LSJ
Revision as of 13:54, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνίσσομαι Medium diacritics: αἰνίσσομαι Low diacritics: αινίσσομαι Capitals: ΑΙΝΙΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: ainíssomai Transliteration B: ainissomai Transliteration C: ainissomai Beta Code: ai)ni/ssomai

English (LSJ)

Att. αἰνίττομαι: fut. αἰνίξομαι: aor. ᾐνιξάμην : (αἶνος):—

   A speakdarkly or in riddles, μῶνᾐνιξάμην; S.Aj.1158; λόγοισικρυπτοῖσιν αἰ. E.Ion430; γνωρίμως αἰνίξομαι so as to be understood, Id.El.946: c. acc. cogn., λόγον . . αἰνίξατο Pi.P.8.40; αἰνίσσεσθαι ἔπεα to speak riddling verses, Hdt.5.56: c. acc. rei, hint a thing, intimate, shadow forth, Pl.Ap.21b, Tht.152c; τὸ δίκαιον ὃ εἴη R.332b; ὅτι . . Phd.69c; αἰ. εἰς . . to refer as in a riddle to, to hint at, εἰς Κλέωνα τοῦτ' αἰνίττεται Ar.Pax47; τὴν Κυλλήνην . . εἰς τὴν χεῖρ' ὀρθῶς ᾐνίξατο used the riddling word Cyllene (cf. κυλλός)... Id.Eq.1085; so ᾐνίξαθ' ὁ Βάκις τοῦτο πρὸς τὸν ἀέρα Id.Av.970; αἰνιττόμενος εἰς ἐμέ Aeschin.2.108; αἰ. ὡς . . Ps.-Plu. Vit.Hom.4:—αἰ. τὸν ὠκεανόν form guesses about it, Arist.Mete.347a6.    II Act. in late Prose, Philostr.V A6.11.    III Pass., to be spoken darkly, aor. ᾐνίχθην Pl.Grg.495b: pf. ᾔνιγμαι Thgn.681, Ar.Eq.196, Arist.Rh. 1405b4.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνίσσομαι: Ἀττ. -ττομαι: μέλλ. -ίξομαι: ἀόρ. ᾐνιξάμην: ‒ ἀποθ. ἀλλὰ καὶ ὡς παθητ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ: (αἶνος). Ὁμιλῶ σκοτεινῶς, ἤτοι αἰνιγματωδῶς, Πινδ. Π. 8. 56· μῶν ᾐνιξάμην; Σοφ. Αἴ. 1158· λόγοισι κρυπτοῖσι αἰν., Εὐρ. Ἴων 430· γνωρίμως αἰνίξομαι, = οὕτως ὥστε νὰ ἐννοήσωσιν οἱ ἀκούοντες, ὁ αὐτ. Ἠλ. 946· αἰνίσσεσθαι ἔπεα = λέγω στίχους αἰνιγματώδεις, Ἡρόδ. 5. 56: ‒ μετ᾿ αἰτ. πράγμ. = ὑπαινίσσομαί τι, ὑπονοῶ, προϋποδεικνύω τι ὅπερ μέλλω νὰ ἐκθέσω, Πλάτ. Ἀπολ. 21Β. Θεαίτ. 182C. κτλ: ‒ ὡσαύτως αἰν. εἰς... = ἀναφέρομαι ὡς δι᾿ αἰνίγματος εἴς τινα ἢ εἴς τι· ὑπονοῶ τινα ἤ τι, εἰς Κλέωνα τοῦτ᾿ αἰνίττεται, Ἀριστοφ. Εἰρ. 47· τὴν Κυλλήνην... εἰς τὴν χεῖρ᾿ ὀρθῶς ᾐνίξατο τὴν Διοπείθους, μετεχειρίσθη τὴν αἰνιγματ. λέξιν Κυλλήνη ἀναφερόμενος εἰς τὴν χεῖρα..., ὁ αὐτ. Ἱπ. 1085· οὕτως: ᾐνίξαθ᾿ ὁ Βάκις τοῦτο πρὸς τὸν ἀέρα, ὁ αὐτ. Ὄρν. 970: ‒ αἰνιττόμενος εἰς ἐμέ, Αἰσχίν. 42. 19: - αἰν. ὡς..., Ἀριστ. Ἀποσπ. 66: ‒ αἰν. τὸν ὠκεανόν = σχηματίζω εἰκασίαν περὶ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 9. 5. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς παθ. ὅταν γίνηται λόγος μυστηριώδης καὶ αἰνιγματώδης περί τινος· ἀλλ᾿ ἴσως δόκιμος εἶνε μόνον ὁ ἀόρ. ᾐνίχθην, Πλάτ. Γοργ. 495Β, ὁ πρκμ. ᾔνιγμαι, Θέογν. 681, Ἀριστοφ. Ἱπ. 196, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 12.

French (Bailly abrégé)

f. αἰνίξομαι, ao. ᾐνιξάμην et au sens Pass. ᾐνίχθην, pf. ᾔνιγμαι;
1 Moy. dire à mots couverts, laisser entendre, faire allusion à, acc.;
2 Pass. être indiqué à mots couverts.
Étymologie: αἶνος.

English (Slater)

αἰνίσσομαι
   1 predict cf. Hesych., ἠινίξατο· ὑπεσήμανεν. λόγον τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο (Boeckh: ᾐνίξατο codd.) (P. 8.40)