ἀγρότερος
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
α, ον, (ἀγρός; properly opp. ὀρέσ-τερος) poet. for ἄγριος, in Hom. always of
A wild animals, ἡμίονοι, σύες, αἶγες, Il.2.852, 12.146, Od.17.295; ἀγροτέρης ἐλάφοιο Hes.Sc.407; φὴρ ἀ. Pi.P.3.4: abs., ἀγρότεροι Theoc.8.58; ἀ. καὶ νέποδες AP6.11 (Satyr.). 2 of countrymen, AP9.244 (Apollonid.), APl.4.235 (Id.). 3 of plants, wild, AP9.384.8, cf. Nic. Th.711, Coluth.111. II (ἄγρα) fond of the chase, huntress, of the nymph Cyrene, Pi.P.9.6: metaph., μέριμνα ἀ. Id.O.2.60. 2 pr. n. Ἀγροτέρα, Artemis the huntress, Il.21.471, X.Cyn.6.13; worshipped at Agra in Attica, IG2.467, Paus.1.19.6; at Sparta and elsewhere, X.HG4.2.20, Ar.Eq.660, etc.
German (Pape)
[Seite 24] p., = ἄγριος, 1) auf dem Felde lebend, von Thieren, Hom. ἡμίονοι Il. 2, 852, σῦς 11, 293, αἶγες Od. 17, 295, έλαφοι 6, 133; λέων Pind. N. 3, 44; βόες Theocr. 25, 135; θηρία 8, 58; ἐλαία Dionys. 6 (VI, 3). – Dah. Landleute, Apollonid. 15 (IX, 244); ἀγροτέρων θεός ist Pan, Apollonid. 10 (Plan. 235). – 2) Ἄτρεμις ἀγροτέρα, gew. erkl. die Jägerin, Hom. nur Iliad. 21, 471, welcher Vers nach Aristarch unecht ist, s. Aristonic. in den Scholl.; vgl. Scholl. 511; – Scol. 11 Iac. Ar. Th. 116 Lys. 1262 Xen. Cyn. 6, 13; auch ἡ Ἀγροτέρα allein, bes. bei den Lacedämoniern, Xen. Hell. 4, 2, 20; Ar. Eq. 658; – Pind. παρθένος P. 9, 6; μέριμνα Ol. 2, 60, wo der Schol. ἀγρευτική erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρότερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἄγριος, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπὶ ἀγρίων ζῴων, σύες, ἔλαφοι, αἶγες, ἡμίονοι, οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. καὶ Πίνδ.· ὡσαύτως μόνον ἀγρότερον ἢ -ρα, Θεόκο. 8. 58. 2) ἐπὶ χωρικῶν, Ἀνθ. Π. 9. 244. Πλαν. 235. 3) ἐπὶ φυτῶν, τὸ ἄγριον, Ἀνθ. Π. 9. 384· πρβλ. Κόλουθ. 108. ΙΙ. (ἄγρα) ὁ ἀγαπῶν τὴν ἄγραν, τὴν θήραν, κυνηγός, περὶ τῆς νύμφης Κυρήνης (πρβλ. ἀγρότης), Πινδ. Π. 9. 10: - μεταφρ., μέριμνα ἀγρ., ὁ αὐτ. Ο. 2. 100. 2) ὡς κύρ. ὄνομα, Ἀγροτέρα, Ἄρτεμις ἡ κυνηγός, ὡς τὸ Ἀγραία, (πρβλ. ἀγρεύς, ἀγρευτής), Ἰλ. Φ. 471 (στίχ. ἀμφίβ.), Ξεν. Κυν. 6. 13, λατρευομένη ἐν Σπάρτῃ, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 2, 20, καὶ ἀλλαχοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2117, 5173, Παυσ. 1. 19, 6, καὶ ἀλλ.· πρβλ. ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἱπ. 660 καὶ ἴδε ἐν λ. χίμαιρα. Θεοὶ ἀγρότεροι ἐπιγρ. ἐν Hell. J. 10 σ. 55.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
champêtre, rustique ; sauvage.
Étymologie: ἀγρός.
English (Autenrieth)
(poet. parallel form to ἄγριος): wild; of Artemis as huntress, ‘ranging the wild,’ Il. 21.471.
English (Slater)
ἀγρότερος
a wild, living in the wilds Χίρωνα φῆρ' ἀγρότερον (P. 3.4) μάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον (N. 3.46)
b eager in pursuit ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ (i. e. the huntress Cyrene.) (P. 9.6) met., ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν βαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν ἀγροτέραν, (i. e. ambitious : ἁβροτέραν coni. Stadtmüller, Wil.: lect. codicum def. van Leeuwen.) (O. 2.54)
English (Slater)
ἀγρότερος
a wild, living in the wilds Χίρωνα φῆρ' ἀγρότερον (P. 3.4) μάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον (N. 3.46)
b eager in pursuit ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ (i. e. the huntress Cyrene.) (P. 9.6) met., ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν βαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν ἀγροτέραν, (i. e. ambitious : ἁβροτέραν coni. Stadtmüller, Wil.: lect. codicum def. van Leeuwen.) (O. 2.54)