θαυμαστός

From LSJ
Revision as of 14:13, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμαστός Medium diacritics: θαυμαστός Low diacritics: θαυμαστός Capitals: ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: thaumastós Transliteration B: thaumastos Transliteration C: thavmastos Beta Code: qaumasto/s

English (LSJ)

Ion. θωμ-, ή, όν,

   A wonderful, marvellous, first in neut. as Adv., θαυμαστὸν γανόωντα h.Cer.10; ἔργα μεγάλα καὶ θ. Hdt. 1 Prooem.; θ. καρπός Id.9.122; θ. λόχος γυναικῶν, of the Furies, A.Eu.46; οὐδὲν τούτων θαυμαστὸν ἐμοί S.Ph.191, etc.; ὃ πάντων -ότατον Pl.Smp.220a; θ. πλέγμα, Medic., the rete mirabile, Gal.5.196: c. acc., θαυμαστὴ τὸ κάλλος Pl.Phd.110c; πᾶσαν ἀρετήν Id.Lg.945e: c. gen., τῆς εὐσταθείας Plu.Publ.14; τῆς ἐπιεικείας Id.Per.39: c. dat., πλήθει Id.Caes.6; πλέοσι ἐσόμεθα θωμαστότεροι Hdt. 9.122; πρός τι Plu.2.980d: folld. by an interrog., εἰ, etc., θαυμαστὸν ὅσον . ., Lat. mirum quantum, Pl.Tht.150d, etc.; θαυμαστὸν ἡλίκον D.24.122; θαυμαστά γ', εἰ . . X.Smp.4.3; οὐδὲν θ., εἰ . ., Pl.Phdr.279a, R.390a; οὐ δὴ θ., εἰ . . D.2.23. Adv. -τῶς Pl.Lg.633b; θαυμαστῶς ὡς σφόδρα Id.R.331a: neut. pl. as Adv., Id.Smp.192b; θαυμαστὰ ὡς S.Fr.960, E.IA943.    II admirable, excellent, πατήρ, υἱός, ὄλβος, Pi.P.3.71,4.241, N.9.45; ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς... ἀλλ' εἴ τις βροτῶν θ. S.OC1665; iron., πράξας μὲν εὖ θ. ἂν γένοιτ' ἀνήρ A.Pers.212; strange, absurd, θ. καὶ γελοῖα Pl.Tht.154b; θαυμαστὰ δρῶντες ib.151a; θαυμαστὰ ἐργάζεται behaves in an extraordinary way, Id.Smp.213d, cf. θαυμάσιος 111; θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς . . X.Mem.2.7.13; ὦ θαυμαστέ Pl. Plt.265a; ὦ θαυμαστότατοι X.An.7.7.10.    III to be worshipped, οὐδείς μ' ἀρέσκει νυκτὶ θαυμαστὸς θεῶν E.Hipp.106.

German (Pape)

[Seite 1189] (vgl. θαυμάσιος), bewundert, wunderbar, bewundernswerth; H. h. Cer. 10; oft bei Pind., πατήρ, υἱός, στρατός, ὄλβος, P. 3, 71. 4, 241. 2, 47 N. 9, 45; oft in Prosa, ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά Her. 1, 1, ἀ νὴρ θ. καὶ δεινός Plat. Rep. X, 596 c; auch ὦ θαυμαστέ, wie ὦ θαυμάσιε, Polit. 265 a; θαυμαστὸς τῆς εὐσταθείας, wegen, Plut. Popl. 14; – οὐδὲν θαυμαστόν ἐστι, es ist nicht zu verwundern, Dem. 11, 19; ὃ πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι, ὅτι Plat Symp. 220 a; θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς Xen. Mem. 2, 7, 13; θαυμαστὸν ὅσον, Wunder wie viel, mirum quantum, Plat. Theaet. 150 d; θαυμαστὸν ἡλίκον Dem. 24, 122; – mit folgdm εἰ, Xen. Symp. 4, 3. – Adv., z. B. θαυμαστῶς ὡς σφόδρα Plat. Rep. I, 331 a.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμαστός: Ἰων. θωυμ- ἢ μᾶλλον θωμ- (ἴδε θαῦμα), ή, όν: - θαυμάσιος, ἄξιος θαυμασμοῦ, ἔκτακτος, ἀσυνήθης, πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 10, Ἡρόδ., κτλ. (ἴδε θαυμάσιος)˙ ἔργα μεγάλα καὶ θωυμαστὰ Ἡρόδ. 1. 1˙ καρπὸς ὁ αὐτ. 9. 122˙ θ. λόγος γυναικῶν, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 46˙ οὐδὲν τούτων θαυμαστὸν ἐμοὶ Σοφ. Φ. 191, κτλ.˙ ὃ πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι Πλάτ. Συμπ. 220Α˙ θαυμαστὰ δρᾶν αὐτόθι 151Α˙ θαυμαστὸν ποιεῖς ὅτι …, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 13˙ - μετ’ αἰτ., θαυμαστὸς τὸ κάλλος Πλάτ. Φαίδ. 110C πᾶσαν ἀρετὴν ὁ αὐτ. Νόμ. 945Ε˙ μετὰ γεν., τῆς εὐσταθείας Πλούτ. Ποπλ. 14˙ τῆς ἐπιεικείας ὁ αὐτ. Περικλ. 39˙ μετὰ δοτ., πλήθει ὁ αὐτ. Καίσ. 6˙ ὡσαύτως, πρός τι ὁ αὐτ. 2. 980D˙ - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, θαυμαστὸν ὅσον …, Λατ. mirum quantum, Πλάτ. Θεαιτ. 150D, κτλ.˙ θαυμαστὸν ἡλίκον Δημ. 738. 20˙ πρβλ. θαυμάσιος˙ - ἑπομένου εἰ …, Ξεν. Συμπ. 4, 3˙ οὐδὲν θ., εἰ …, Πλάτ.˙ πρβλ. θαυμάζω Ι. 6. α. - Ἐπίρρ. -τῶς, Πλάτ. Νόμ. 633Β˙ θαυμαστῶς ὡς σφόδρα ὁ αὐτ. Πολ. 331Α˙ οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ. Συμπ. 192Β, 220Α˙ θαυμαστὰ ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 963, Εὐρ. Ι. Α. 943. ΙΙ. θαυμάσιος, ἔξοχος, πατήρ, υἱός, ὄλβος Πίνδ. Π. 3. 126., 4. 429., Ν. 9. 108˙ ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς …, ἀλλ’ εἴ τις βροτῶν θ. Σοφ. Ο. Κ. 1664˙ - εἰρωνικῶς, ὡς τὸ θαυμάσιος, πράξας μὲν εὖ, θ. ἂν γένοιτ’ ἀνὴρ Αἰσχύ. Πέρσ. 212˙ θ. καὶ γελοῖα Πλάτ. Θεαιτ. 145Β˙ ὦ θαυμαστὲ ὁ αὐτ. Πολιτ. 265Α˙ ὦ θαυμαστότατοι Ξεν. Ἀν. 7. 7, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 étonnant, merveilleux, extraordinaire : θαυμαστὸν ποιεῖς ὅτι XÉN tu fais une chose étonnante en ce que ; θαυμαστὸς τὸ κάλλος PLAT merveilleux de beauté ; θαυμαστός τινος ou τινι ou πρός τι merveilleux en qch ; θαυμαστὸν εἰ XÉN il est étonnant que ; θαυμαστὸν ὅσον PLAT ou θαυμαστὰ ὡς EUR, θαυμαστὰ ὅσα PLAT, θαυμαστὸν ἡλίκον DÉM (lat. mirum quantum) étonnamment, merveilleusement;
2 admirable, excellent : ὦ θαυμαστέ PLAT admirable ami ; ὦ θαυμαστότατοι XÉN hommes très admirables;
3 en mauv. part θαυμαστὰ καὶ γελοῖα PLAT choses étranges et risibles;
Cp. θαυμαστότερος, Sp. θαυμαστότατος.
Étymologie: θαυμάζω.