ἔκπαγλος

From LSJ
Revision as of 14:31, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπαγλος Medium diacritics: ἔκπαγλος Low diacritics: έκπαγλος Capitals: ΕΚΠΑΓΛΟΣ
Transliteration A: ékpaglos Transliteration B: ekpaglos Transliteration C: ekpaglos Beta Code: e)/kpaglos

English (LSJ)

ον, Ep. and Ion. word,

   A terrible, violent:    I of persons, ὧδ' ἔ. ἐών, of Achilles, Il.21.589 ; πάντων ἐκπαγλότατ' ἀνδρῶν, also of Achilles, 1.146, 18.170 ; of other heroes, 20.389, 21.452.    2 sts. of things, χειμὼν ἔ. Od.14.522 ; ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν Il.15.198, Od.8.77 ; ἔδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔ. ἐνιπήν 10.448, cf. 17.216.    3 mostly Adv. -λως terribly, vehemently, exceedingly, ἐ. ἀπόλεσσαν Il.1.268 ; κοτέοντο 2.223 ; ἐθέλει οἶκόνδε νέεσθαι ib.357 ; μαίνεται 9.238 ; ὠδύσατ' ἐ. Od.5.340 ; ἔχθαιρε 11.437 ; ὀδύρεται 15.355 ; αἴθεται Hp.Mul.2.171 (ἐκπατίως Erot.) ; ἐ. πονέει ib.1.3 : neut. as Adv., ἔκπαγλον ἐπεύξατο Il.13.413, cf. Nic. Th.448, etc. ; οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔ. ἀεικιῶ Il.22.256 : neut. pl., ἔκπαγλα φιλεῖν to love beyond all measure, 3.415, 5.423 ; ἢν ἔ. χαλεφθῇ Nic. Th.445.    II in later Poets the word freq. signifies merely, marvellous, wondrous, ἀνὴρ ἔ. Pi.P.4.79 ; σθένει ἔ. Id.I.7(6).22 ; ἐν πόνοις ἔ. ib.6(5).54 : not freq. in Trag., ἔ. κακόν, τέρας, A.Ag.862, Ch. 548 ; δείπνων ἀρρήτων ἔκπαγλ' ἄχθη S.El.204 (lyr.). Adv. ἔκπαγλα marvellously, Id.OC716 (lyr.): in early Prose only once, ὅπλα τὰ ἐκπαγλότατα X.Hier.11.3 ; in Com., Eup.8.14D. (Sup.). (Metath. for Εκπλαγος (ἐκπλήσσω) acc. to Eust.68.18 ; perh. dissim. from *ἐκπλαγλος.)

German (Pape)

[Seite 771] (durch Metathesis aus ἐκπλήσσω), Entsetzen erregend, erschrecklich, entsetzlich; von furchtbaren Kriegshelden, καὶ θαρσαλέος πολεμιστής Il. 21, 489; πάντων ἐκπαγλότατ' ἀνδρῶν 1, 146, wie Hes. O. 153; Pind. P. 4, 79; σθένει I. 6, 22; ἐν πόνοις 5, 21; von Sachen, wie χειμών, fürchterliches Ungewitter, Od. 14, 522; ἔπεα, Schreckwort, 8, 77, wie ἐνιπή 10, 448; τέρας, κακόν, Aesch. Ch. 541 Ag. 836; δείπνων ἄχθη Soph. El. 197. In Prosa ὅπλα ἐκπαγλότατα Xen. Hier. 11. 3. – Adv. ἐκπάγλως, ἀπόλεσσαν Il. 1, 268; ὠδύσατο Od. 5, 340; ἐθέλειν, d. i. gar sehr, Il. 2, 357, wie auch ἔκπαγλον, z. B. ἀεικιῶ σε Od. 22, 256; ἐπεύξατο Il. 13, 413; γαυριᾶν Callim. Del. 247; ἔκπαγλα φιλεῖν, erschrecklich lieben, Il. 3, 415. 5, 424 u. a. D.; Soph. O. C. 720, ch.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπαγλος: -ον, παλαιὰ Ἐπ. λέξις, πιθανῶς (κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Εὐστ.) κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ τοῦ ἔκπλαγος (παρὰ τὸ ἐκπλήσσω), φοβερός, φρικτός, ἐκπληκτικός: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὧδ’ ἔκπαγλος ἐὼν καὶ θαρσαλέος πολεμιστής, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 589· πάντων ἐκπαγλότατ’ ἀνδρῶν, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως πάλιν, Α. 146, Σ. 170· περὶ ἄλλων ἡρώων, Υ. 389, Φ. 452. 2) ἐνίοτε ἐπὶ πραγμάτων, ὡς χειμὼν ἔκπαγλος Ὀδ. Ξ. 522· ἐκπάγλοις ἐπέεσσι Ἰλ. Ο. 198, Ὀδ. Θ. 77· ἔδδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Κ. 448, πρβλ. Ρ. 216. 3) τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίρρ., φοβερῶς, ἐκπληκτικῶς, ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν, «ἤγουν, ὡς ἂν ἐκπλαγείῃ τις» Εὐστ., Ἰλ. Λ. 268· μεγάλως, ὑπερβολικῶς, ἐκπάγλως κοτέοντο Β. 223· εἰ δέ τις ἐκπάγλως ἐθέλει οἰκόνδε νέεσθαι αὐτόθι 357· μαίνεται Ι. 238· ὠδύσατ’ ἐκπάγλως Ὀδ. Ε. 340· ἐκπάγλως ἤχθηρε Λ. 437· ἐκπάγλως... ὀδύρεται Ο. 355: - ὡσαύτως κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἔκπαγλον ἐπεύξατο Ἰλ. Ν. 413, κτλ.· οὐ γὰρ ἐγώ σ’ ἔκπ. ἀεικιῶ, Χ. 256· καὶ κατὰ πληθ., ἔκπαγλα φιλεῖν, ὑπερμέτρως ἀγαπᾶν, Ἰλ. Γ. 415, Ε. 423. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἡ λέξις σημαίνει ἁπλῶς: θαυμαστός, θαυμάσιος, ἀνὴρ ἔκπ. Πινδ. Π. 4. 140· σθένει ἔκπαγλος Ι. 7 (6). 30· ἐν πόνοις ἔκπαγλος Ι. 6 (5). 80: - οὐχὶ συχν. παρ’ Ἀττ. ποιητ., ἔκπ. κακόν, τέρας Αἰσχύλ. Ἀγ. 862, Χο. 548· δείπνων ἀρρήτων ἔκπαγλ’ ἄχθη Σοφ. Ἠλ. 204. - Ἐπίρρ. ἔκπαγλα, θαυμαστῶς, ὑπερφυῶς, Σοφ. Ο. Κ. 719, καὶ (κατὰ τὸν Δινδ.) Ἀντ. 1137· ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ μόνον ἅπαξ, ὅπλα τὰ ἐκπαγλότατα Ξεν. Ἱέρ. 11, 3: - πρβλ. ἐκπαγλέομαι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 effrayant, terrible ; adv. • ἔκπαγλον IL, • ἔκπαγλα IL terriblement;
2 p. ext. étonnant, merveilleux, extraordinaire ; adv. • ἔκπαγλα merveilleusement.
Étymologie: par métath. p. *ἔκπλαγος, de ἐκπλήσσω.

English (Autenrieth)

sup. ἐκπαγλότατος: terrible, both of persons and of things; adv., ἔκπαγλον, ἔκπαγλα, ἐκπάγλως, terribly, but often colloquially weakened, ‘exceedingly,’ ἔκπαγλα φιλεῖν, Il. 3.415 (cf. αἰνά, αἰνῶς).

English (Slater)

ἔκπαγλος
   1 terrible, awe inspiring of heroes. ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason (P. 4.79) τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ (N. 4.27) “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” (I. 6.54) Ἐνυαλίου ἔκπαγλον υἱὸν Diomedes. fr. 169. 13. of a victor σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τε μορφάεις Strepsiades (I. 7.22)