ὕω
English (LSJ)
[ῡ in pres. exc. in Herod.7.46]: fut. ὕσω [ῡ] Cratin.121, Ar.Nu. 1118, 1129 (both troch.): aor.
A ὗσα Pi.O.7.50, Hdt.2.22, Thphr.CP4.14.3, etc. (v. infr.):—Med., fut. (as Pass.) ὕσομαι Hdt.2.14:—Pass., aor. ὕσθην Id.3.10: pf. part. ἐφ-υσμένος X.Cyn.9.5:—rain, ὗε Ζεύς Il. 12.25, Od.14.457, cf. Hes.Op.488, Thgn.26; κἢν ὕῃ [ῠ] *zeu/s Herod.7.46; ὗσον, ὗσον, ὦ φίλε Ζεῦ, κατὰ τῆς ἀρούρας Votum ap.M.Ant.5.7; [ὕει] ὁ θεὸς Hdt.2.13; τίς ὕει; Ar.Nu.368 (anap.), cf. 370 sq.; ἵσομεν πρώτοισιν ὑμῖν, of the clouds, ib.1118 (troch.):—but, 2 after Hom. ὕει was used impers. (cf. νείφω, etc.), it rains, Hes.Op.552, Hdt.2.22, 4.28; ὗσαι ὕδατι λαβροτάτῳ Id.1.87; εἰ ὗε if it rained, Id.4.185; ὕοντος when it is raining, Ar.V.774; ὕοντος πολλῷ as it was raining heavily, X.HG1.1.16 (where Eust. read πολλοῦ, 1769.39); πολὺ ὕσαντος after it had rained heavily, Thphr.CP4.14.3; ὕε, κύε, prayer addressed by hierophants to sky and earth, BCH20.79 (Athens, i A. D.), Procl. in Ti.3.176 D. 3 sts. c. acc. loci, ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην it did not rain on Thera, Hdt.4.151; τὴν χώραν ὗεν ὁ θεός Paus.2.29.7; ὄμβρος ὗε πόντον καὶ νῆσον A.R.2.1115 (hence the pass. usage, v. infr. 11.1.). 4 freq. c. acc. cogn., ὗσε χρυσόν it rained gold, Pi.O.7.50; καινὸν ἀεὶ τὸν Δία ὕειν ὕδωρ Ar.Nu.1280; ὗσεν ὁ θεὸς ἰχθύας, βατράχους, Phan. Hist. 1, Heraclid. Lemb.3; ὕεις εὐσεβέσιν χύδην χρυσεόρρυτον ὄλβον Supp.Epigr.7.14.23 (Susa, Hymn to Apollo, i A. D.); νεφέλαι ὕουσι [μύρον] Luc.VH2.14: also c. dat. modi, ψακαζέτω δ' ἄρτοισιν, ὑέτω δ' ἔτνει Nicopho 13; ὕσαντα τὸν θεὸν ἰχθύσι Ath.8.333a. II Pass., with fut. Med., to be drenched with rain, λέων ὑόμενος Od.6.131; ὕσθησαν αἱ Θῆβαι Thebes was rained upon, i.e. it rained there, Hdt.3.10; ὕεται ἡ χώρη Id.2.13, cf. 14,22,25; ἡ γῆ ὕεται ὀλίγῳ it rains little or seldom there, Id.1.193; σῖτος ὑσθείς Thphr.HP8.11.4; ὑόμενος μύρῳ Alex.62.8; ὄνος ὕεται he is like an ass in rain, prov. of an obstinate person, Cratin.52 (troch.); ἐγὼ δὲ τοῖς λόγοις ὄνος ὕομαι Cephisod.1. 2 sts., fall down in rain, in a shower, ὑσθῆναί φασιν χρυσόν Str.14.2.10; ὕδωρ ὑόμενον Plu.2.912a. (Cf. Skt. sunóti 'press out juice'.)
Greek (Liddell-Scott)
ὕω: [ῡ], Ὅμ., κλπ.· μέλλ. ὕσω Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 11, Ἀριστοφ. Νεφ. 1118, 1129· ἀόρ. ὗσα Πινδ. Ο. 7. 91, Ἡρόδ. 2. 22, καὶ παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἀττ. ― Μέσ., μέλ. (ὡς παθ.) ὕσομαι αὐτόθι 14. ― Παθ. ἀόρ. ὕσθην ὁ αὐτ. 3. 10· πρκμ. ὗσμαι (ἐφυσμένος) Ξεν. Κυνηγ. 9. 5. (Ἐκ τῆς √Υ παράγεται καὶ τὸ ὑετὸς = Ὀμβρ. sav-itu· πρβλ. Σανσκρ. su, sunômi (ὅπερ ὅμως, ὡς τὸ Ζενδ. hu, ἀπαντᾷ μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐκθλίβειν τὸν ὀπὸν τῶν φυτῶν· πρβλ. ὡσαύτως sû-mas, sû-mam (lac, aqua), sû-nas (diluvium)· ― ἀλλὰ τὸ ὕδωρ, ὕδατος, ἀναφέρεται εἰς διάφορον ῥίζαν, Σανσκρ. ud, und-âmi (= βρέχω), ἴδε ἐν λ. ὕδωρ). ― Πέμπω βροχήν, βρέχω, Ζεὺς ὗε Ἰλ. Μ. 25, Ὀδ. Ξ. 457, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 487, Θέογν. 26· ὗσον, ὗσον, ὦ φίλε Ζεῦ, κατὰ τὰς ἀρούρας παρὰ Μάρκ. Ἀντων. 5. 7· ὁ θεὸς ὕει Ἡρόδ. 2. 13· τίς ὕει; Ἀριστοφ. Νεφ. 368, πρβλ. 370 κἑξ.· ὕσομεν πρώτοισιν ὑμῖν, ἐπὶ τῶν νεφῶν, αὐτόθι 1118· ― ἀλλά, 2) ἡ ὀνομαστικὴ ἤρξατο παραλειπομένη ἤδη ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων συγγραφέων καὶ τὸ γ΄ πρόσωπον ὕει κεῖται ἀπροσώπως ὡς τὸ Λατ. pluit, βρέχει, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 550, Ἡρόδ. 2. 22., 4. 28· ὕδατι ὗσαι ὁ αὐτ. 1. 87· εἰ ὗε, ἂν ἔβρεχεν, ὁ αὐτ. 185· ὕοντος, ὅταν βρέχῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 774· ὕοντος πολλῷ, ἐν ᾧ ἔβρεχε πολύ, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 16· πολὺ ὕσαντος, ἀφ’ οὗ ἔβρεξε πολύ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 14, 3· (ἐν ταύταις ταῖς φράσεσιν ὁ Εὐστ. ἀναγινώσκει πολλοῦ, 1769. 39)· ― οὕτως εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς παλαιοῖς καὶ τὰ νίφει, σείει, συσκοτάζει, μετὰ τοῦ ὑποκειμένου Ζεὺς ἢ θεὸς ἢ ἄνευ αὐτοῦ. 3) ἐνίοτε μετ’ αἰτ. τόπου, ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην, ἐπὶ ἑπτὰ ἔτη δὲν ἔβρεξεν εἰς τὴν Θ., Ἡρόδ. 4. 151· τὴν χώραν ὗεν ὁ θεὸς Παυσ. 2. 29, 6· ὄμβρος ὗε νῆσον Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1116 (ἐντεῦθεν ἡ παθ. χρῆσις, ἴδε κατωτ.). 4) συχν. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὗσε χρυσόν, ἔβρεξε χρυσόν, Πινδ. Ο. 7. 91· καινὸν ἀεὶ Ζεὺς ὕει ὕδωρ Ἀριστοφ. Νεφ. 1280· ὕει ὁ θεὸς ἰχθύας, βατράχους παρὰ τῷ Ἀθην. 333Α· νεφέλαι ὕουσι δρόσον Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 14· ― οὕτω καὶ μετὰ δοτ. τρόπου, βρέχω μέ…, (ὡς ἐν τῇ Λατ. εὑρίσκομεν ἄλλοτε μὲν pluit carnem, sanguinem, ἄλλοτε δὲ pluit lapidibus, Valck. εἰς Ἡρόδ. 4. 151), ψακαζέτω δ’ ἄρτοισιν, ὑέτω δ’ ἔτνει, πρβλ. τὸ τοῦ Falstaff ‘let it rain potatoes’, Νικοφῶν ἐν «Σειρῆσιν» 2, πρβλ. Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 333. ΙΙΙ. Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. βρέχομαι, λέων ὑόμενος Ὀδ. Ζ. 131· ὕσθησαν αἱ Θῆβαι, ἐβράχησαν, δηλ. ἔβρεξεν εἰς τὰς Θήβας, Ἡρόδ. 3. 10· ἡ χώρη ὕεται, δηλ. βρέχει ἐν τῇ χώρᾳ, ὁ αὐτ. 2. 13, 14, 22, 25· ἡ γῆ ὕεται ὀλίγῳ, ὀλίγον ἢ σπανίως βρέχει ἐκεῖ, ὁ αὐτ. 1. 193· σῖτος ὑσθεὶς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 4· ἠλειφόμην ὑόμενος ἰρίνῳ μύρῳ Ἄλεξις ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1. 8· ― ὄνος ὕομαι, παροιμία ἐπὶ ἰσχυρογνώμονος ἀνθρώπου, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 7· ἐγὼ δὲ τοῖς λόγοις ὄνος ὕομαι Κηφισόδωρος ἐν «Ἀμαζόσι» 1, ἴδε Φωτ. Λεξ. σ. 337, 19. 2) ἐνίοτε πίπτω ὡς βροχή, ὕεται χρυσός, βρέχει χρυσόν, Στράβ. 655· ὕδωρ ὑόμενον Πλούτ. 2. 912Α· ἄρτος ὕεται ἐν ἐρήμῳ Γρηγ. Ναζ.
French (Bailly abrégé)
f. ὕσω, ao. ὗσα, pf. inus.
Pass. ao. ὕσθην;
1 faire pleuvoir : Ζεὺς ὗε IL, OD Zeus faisait pleuvoir ; ὁ θεὸς ὕει HDT le dieu fait pleuvoir ; avec l’acc. : δρόσον LUC faire pleuvoir de la rosée ; • impers. ὕει il pleut ; ὕοντος πολλῷ XÉN comme il pleuvait beaucoup ; πολὺ ὕσαντος TH quand il a plu beaucoup ; Pass. ὕδωρ ὑόμενον PLUT pluie qui tombe;
2 mouiller de pluie, acc. ; Pass. être mouillé de pluie : ὕεσθαι ὀλίγῳ HDT être peu arrosé par la pluie ; p. ext. être mouillé par des gouttes ; σταγόσιν αἵματος PLUT par des gouttes de sang.
Étymologie: R. Συ > Ὑ, pleuvoir, mouiller ; cf. ὑετός.
English (Autenrieth)
ipf. ὗε, pass. part. ὗόμενος: rain; subj. Ζεύς, ‘sent rain;’ pass., ‘beaten by rain,’ ‘drenched with rain,’ Od. 6.131.
English (Slater)
ὕω trans.,
1 rain κείνοισι μὲν ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (sc. Ζεύς) (O. 7.50)