φθίνω
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
A v. φθίω.
German (Pape)
[Seite 1271] = φθίω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
φθίνω: ἴδε ἐν λέξ. φθίω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf., fut. φθινήσω, ao. ἔφθινα et ἐφθίνησα;
se consumer, arriver à son terme :
1 en parl. du temps μηνῶν φθινόντων OD les mois s’écoulant ; μὴν φθίνων le mois finissant (postér. la dernière des trois périodes du mois);
2 en parl. du déclin des astres;
3 en parl. de pers. se consumer, être épuisé par la maladie : οἱ φθίμενοι SOPH les morts;
4 fig. en parl. de choses abstraites φθίνοντα μαντεύματα SOPH prophéties qui s’évanouissent.
Étymologie: φθίω.
English (Autenrieth)
fut. φθίσω, aor. 3 pl. φθῖσαν, inf. φθῖσαι, mid. fut. φθίσομαι, aor. 2 ἔφθιτο, subj. φθίεται, φθιόμεσθα, opt. φθίμην, φθῖτ(ο), inf. φθίσθαι, part. φθίμενος, pass. perf. ἔφθιται, plup. ἐφθίμην, 3 pl. ἐφθίαθ, aor. 3 pl. ἔφθιθεν: trans., fut. and aor. act., consume, destroy, kill, Il. 16.461, Od. 20.67, Od. 16.428; intrans. and mid., waste or dwindle away, wane, perish, die; μηνῶν φθῖνόντων (as the months ‘waned’), φθίμενος, ‘deceased,’ Od. 11.558.
English (Slater)
φθῐνω (φθίνει: aor. ἔφθινον: med. aor. ἔφθιτο; φθιμένου, -ῳ, -ον, -ων.)
1 die ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε μελίφρονι αὐδ[ᾷ θυ]μὸν ἀνακριμνάντες (supp. et corr. Lobel: ἐφ[, φ[ . ]υνον papyri: v. κηληδών) (Pae. 8.76) met., οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά (P. 1.94) med., φθίτο μὲν γα[ Δ. 4. e. 8. esp. aor. med. part., dead, ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν (I. 4.10) ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (I. 8.60) τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v. l. ἐπιφθιμένῳ) fr. 5. 3. pro subs., “κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.112) frag., ]τικα μιν φθιμένων [ P. Oxy. 2622, fr. 1, 12 ad ?fr. 346.