καταπλέω

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλέω Medium diacritics: καταπλέω Low diacritics: καταπλέω Capitals: ΚΑΤΑΠΛΕΩ
Transliteration A: katapléō Transliteration B: katapleō Transliteration C: katapleo Beta Code: kataple/w

English (LSJ)

lon. καταπλώω Hdt.2.93 codd.: aor.

   A -έπλωσα Id.1.2, al.:— sail down; i.e.,    1 sail from the high sea to land, put in, ἔνθα κατεπλέομεν Od.9.142: abs., Hdt.6.97, 7.137, Lys.28.5, etc.; ἐς Αἶαν Hdt.1.2, cf. 8.132; ἐπὶ Ἑλλησπόντου ib.109,9.98; ἐπ' Ἀρτεμίσιον Id.7.195; τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀθήναζε κ. X.HG5.1.28; ἕως ἂν δεῦρο -πλεύσωμεν Test. ap. D.21.168; ἐνταῦθα κ. Id.32.14; sail home, Lys. 21.3, Phoenicid.2.3; νεωστὶ καταπεπλευκώς having lately come ashore, Pl.Euthd.297c; of things, to be brought by sea, πυρὸς Ἀθήναζε -πλέων Thphr.CP4.9.5; ἡ -πλέουσα ἀγορά App.Pun.100.    2 sail down stream, [ἐς] τὸν Εὐφρήτην Hdt.1.185; in Egypt, down the Nile, κ. εἰς τὴν πόλιν (sc. Alexandria) PMagd.22.4 (iii B.C.), cf. PTeb.58.44 (ii B.C.), etc.; of fish, swim down stream, κ. ἐς θάλασσαν Hdt.2.93, cf. Arist.HA598b16.    II sail back, Hdt.1.165, 3.45, And.2.13, Phld.Acad.Ind.p.102M., etc.

German (Pape)

[Seite 1370] (s. πλέω), herabschiffen, zu Schiffe von der hohen See an die Küste fahren, anlanden, einlaufen; Od. 9, 142; τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀθήναζε ἐκώλυε καταπλεῖν Xen. Hell. 5, 1, 28; εἰς τὴν γῆν κατέπλευσαν 1, 7, 29; Plat. Euthyd. 297 c; Dem. u. A.; auch von Sachen, καταπλέοντος Ἀθήναζε πυροῦ Theophr.; – zurückschiffen, -fahren, Andoc. 2, 13 u. A. – S. unten καταπλώω.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλέω: μέλλ., -πλεύσομαι καὶ πλευσοῦμαι· Ἰων. -πλώω·- πλέω πρὸς τὰ κάτω· δηλ., 1) πλέω ἐκ τοῦ πελάγους πρὸς τὴν ἀκτήν, πλέω πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζομαι, ἀντίθ., ἀναπλέω, καταπλέων ὁ στρατὸς ναυσὶ πολλαῖς κατηνέχθη εἰς ὄχθας Ἡρῳδιαν. 3. 9, 14· ἔνθα κατεπλέομεν Ὀδ. Ι, 142· ἀπολ., ἄνευ προσδιορ., τῆς στρατιῆς καταπλεούσης οὐκ εἴα προσορμίζεσθαι Ἡρόδ. 6. 97· ὁλκάδι καταπλεύσας 7. 137· ἐς Αἶαν μακρῇ νηῒ κ. Ἡρόδ. 1. 2· πρβλ. 8. 132· ἐπὶ Ἑλλησπόντου 8. 109., 9. 98· ἐπ’ Ἀρτεμίσιον 7. 195· τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀθήναζε καταπλεῖν ἐκώλυεν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 28· ἕως ἂν δεῦρο καταπλέωμεν παρὰ Δημ. 569, 3· ἐνταῦθα κ. ὁ αὐτ. 886, 3· πρβλ. Λυσ. 161, 43· νεωστὶ καταπεπλευκώς, ἐλθὼν ἐσχάτως εἰς τὴν ξηράν, Πλάτ. Εὐθύδ. 297C· καταπλέοντος πυροῦ Θεόφρ. ἐν Αἰτ. Φ. 4. 9, 5· καταπλέουσα ἀγορά, νῆες μετὰ σίτου τῆς ἀγορᾶς, Ἀππ. Καρχ. 200· 2) πλέω πρὸς τὰ κάτω τοῦ ποταμοῦ, κατὰ τὸ ῥεῦμα αὐτοῦ, μετ’ αἰτ. ἐς Βαβυλῶνα κατ. τὸν Εὐφρήτην Ἡρόδ. 1, 185· ἀπολ., 7, 137· ἐπὶ ἰχθύος, κατ. ἐς θάλασσαν 2. 93· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10. ΙΙ. πλέω ὀπίσω, πλέων ἐπιστρέφω, ὅθεν ἐξέπλεεν ἐνταῦθα καὶ καταπλεῖ Δημοσθ. 886, 3, Ἡρόδ. 1, 165., 3, 45, Ἀνδοκ. 21, 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. καταπλεύσομαι;
I. naviguer en descendant :
1 gagner la côte, débarquer;
2 descendre un fleuve;
II. revenir par eau.
Étymologie: κατά, πλέω.

English (Autenrieth)

sail down, put in (to shore from the high sea), ipf., Od. 9.142†.

English (Strong)

from κατά and πλέω; to sail down upon a place, i.e. to land at: arrive.