ἐπιούσιος

From LSJ
Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιούσιος Medium diacritics: ἐπιούσιος Low diacritics: επιούσιος Capitals: ΕΠΙΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: epioúsios Transliteration B: epiousios Transliteration C: epioysios Beta Code: e)piou/sios

English (LSJ)

ον, either,

   A sufficient for the coming (and so current) day, (ἐπιοῦσα (sc. ἡμέρα)), or, for the day (ἐπὶ τὴν οὖσαν (sc. ἡμέραν)), ἄρτος Ev.Matt.6.11, Ev.Luc.11.3; τὰ ἐ. dub. sens. (cf. Phil.Woch.47.889) in Sammelb.5224.20. (Very rare word in Origen's day, De Orat. 27.7.)

German (Pape)

[Seite 967] auf den folgenden Tag, ἄρτος, bis zum folgenden Tage ausreichendes, od. zum Leben hinreichendes (gew. tägliches) Brot, Math. 7, 11 u. Luc. 11, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιούσιος: -ον, (ἐπιοῦσα, ἴδε ἔπειμι (εἷμι) ΙΙ): - ἐπαρκὴς διὰ τὴν ἡμέραν, ἄρτος Εὐαγγ. κ. Μάτθ. ϛʹ, 11, κ, Λουκ. ια΄, 3· πρβλ. ἐπηετανός. - Κατὰ Σουΐδ. «ἐπιούσιος ἄρτος, ὁ ἐπὶ τῇ οὐσίᾳ ἡμῶν ἁρμόζων». - Κατ’ Εὐθύμ. Ζυγαβην. (τ. Α΄, σ. 110): «ἐπιούσιον δὲ προσηγόρευσε, τὸν ἐπὶ τῇ οὐσίᾳ καὶ ὑπάρξει καὶ συστάσει τοῦ σώματος ἐπιτήδειον· ἢ κατὰ Χρυσόστομον ἐπιούσιον εἶπε τὸν ἐφήμερον». - Κατὰ τὸν Ὠριγέν. περὶ Εὐχῆς 16: «πρῶτον δὲ τοῦτ’ ἰστέον ὅτι ἡ λέξιςἐπιούσιος παρ’ οὐδενὶ τῶν Ἑλλήνων οὔτε τῶν σοφῶν ὠνόμασται οὔτε ἐν τῇ τῶν ἰδιωτῶν συνηθείᾳ τέτριπται, ἀλλ’ ἔοικε πεπλάσθαι ὑπὸ τῶν εὐαγγελιστῶν». - «πέπλασται δὲ κατὰ τὸ περιούσιος· ἀλλὰ καθὼς τοῦτο σημαίνει τὸ πολύ, τὸ πλῆθος, τὸ περισσόν, τὸ ἄφθονον, ἔπειτα δὲ καὶ τὸ ἐξαίρετον, οὕτω καὶ τὸ ἐπιούσιος, σημαίνει τὸ ἱκανός, τ. ε. ἐπαρκῆς, χρειώδεις» σημ. Θ. Φαρμακίδου ἐν Ζυγαβην. ἔνθ᾿ ἀνωτ. Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 6. σ. 331, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du jour suivant, quotidien.
Étymologie: ἔπειμι².

English (Strong)

perhaps from the same as ἐπιοῦσα; tomorrow's; but more probably from ἐπί and a derivative of the present participle feminine of εἰμί; for subsistence, i.e. needful: daily.